Αποτελούσε κατοικία του Λατίνου Αρχιεπισκόπου από το 1633, ενώ ανακατασκευάστηκε μεγαλοπρεπέστερη στα 1754, ύστερα από τον καταστροφικό σεισμό του 1745. Οι Δημοκρατικοί Γάλλοι, τον Απρίλιο του 1798, την κήρυξαν δημόσιο κτήμα, μαζί με αρκετά άλλα ακίνητα της Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας. Την περίοδο της πρώτης γαλλικής κατοχής (1798-1799), το Μέγαρο στέγασε τις συνεδριάσεις του Προσωρινού Δημαρχείου, ενώ κατά την περίοδο της Επτανήσου Πολιτείας, υπήρξε η έδρα της Ιονίου Γερουσίας, η οποία, το Νοέμβριο του 1803, διόρισε τον Ι. Α. Καποδίστρια, Γραμματέα της Επικρατείας. Συνεπώς, σε αυτό το χώρο, ξεκίνησε ουσιαστικά ο Κυβερνήτης τη λαμπρή πολιτική σταδιοδρομία του.
Το κτήριο στέγασε την Ιόνιο Γερουσία και επί Αυτοκρατορικών Γάλλων (1807-1814), όπως και επί βρετανικής «προστασίας» έως το 1824, οπότε και η έδρα της μεταφέρθηκε στα νεόδμητα τότε Ανάκτορα Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, έδρα του Βρετανού Αρμοστή.
Έκτοτε, στο κτήριο αυτό μεταφέρθηκαν τα Δικαστήρια, μέχρι το 1943, οπότε και καταστράφηκε από τους Ναζιστικούς βομβαρδισμούς.
Από το 1967 ανήκει στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία το αναπαλαίωσε μερικώς και στέγαζε μέχρι πρότινος το υποκατάστημά της στην Κέρκυρα.