Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Ε΄

Τίτλος:Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Ε΄
 
Τόπος έκδοσης:Κέρκυρα
 
Εκδότης:Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών
 
Συντελεστές:Κώστας Δαφνής, Παύλος Πετρίδης
 
Έτος έκδοσης:1984
 
Σελίδες:380
 
Θέμα:Κείμενα (1815-1818)
 
Το Βιβλίο σε PDF:Κατέβασμα αρχείου 51.83 Mb
 
Εμφανείς σελίδες: 373-378 από: 378
-20
Τρέχουσα Σελίδα:
+20
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/2/gif/373.gif&w=550&h=800

των Δυνάμεων τα χρέη ενός συμβουλίου ασφαλείας θα ήταν σε θέση, σύμφωνα προς τους οραματισμούς του Καποδίστρια, να επεμβαίνει μόνο για διευθέτηση των διεθνών διαφορών και όταν υφίστατο απειλή κατά της διεθνούς ειρήνης.

Όμως οι σύμμαχες Δυνάμεις αντέδρασαν τότε στις προοδευτικές θέσεις της ρωσικής αποστολής και εξανάγκασαν τη Ρωσία να προχωρήσει, μετά τη λήξη του συνεδρίου στο Αιξ λα Σαπέλ, στη σύνταξη μιας μυστικής συνθήκης που όριζε ότι οι σύμμαχοι εγγυούνταν τα σχετικά εδαφικά όρια καθώς είχαν διακανονιστεί ενώ υπόσχονταν να αντιμετωπίζουν ως κοινή αναμεταξύ τους υπόθεση οποιαδήποτε κατάσταση θα απειλούσε την ειρήνη.

Οι ανησυχίες του Καποδίστρια για το μέλλον της Ευρώπης διαφαίνονται καθαρά στις τακτικές συνομιλίες του με τον Αυστριακό πρεσβευτή στην Πετρούπολη. Μια ατέλειωτη σειρά από απόρρητες διπλωματικές εκθέσεις προς τον Μέττερνιχ αποκαλύπτουν αρκετές από τις τολμηρές πολιτικές απόψεις του. Αρχές του 1820, συζητώντας με τον Λέμπτζελτερν για το μέλλον της Γερμανίας, τόνιζε: «Υπάρχουν ακόμη τόσα πράγματα που οφείλουμε να εξετάσουμε και να σκεφτούμε πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Παραδείγματος χάρι, θα παραχωρήσει η Γερμανική Ομοσπονδία το δικαίωμα διελεύσεως σε μια ξένη στρατιά; εάν το πράξει η στάση της δεν θα είναι καθαρά αμυντική αλλά επιθετική, γιατί όποιος διευκολύνει τη διέλευση ενός στρατού για να επιτεθεί εναντίον ενός κράτους, διαπράττει — ταυτόχρονα — εχθρική πράξη εναντίον του· το γεγονός αυτό τον θέτει σε κατάσταση πολέμου».

Η Αυστρία, ωστόσο, επέμεινε στην απολυταρχική τακτική της και, την ίδια χρονιά, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί και πάλι την εξέγερση της Νεάπολης (καθώς είχε ενεργήσει και το 1819 στο Κάρλσμπαντ), ενώ παράλληλα πρότεινε στη Ρωσία να συνεργαστεί μαζί της για μια αμοιβαία επίλυση του ιταλικού ζητήματος. Ο Καποδίστριας αντέδρασε με έντονη επιστολή του, που δόθηκε στον Μέττερνιχ στις 12 Σεπτεμβρίου 1820, όπου σχολίαζε με δυσμένεια τις αυστριακές πρωτοβουλίες στην Ιταλία. Με άλλη εγκύκλιό του, προς τους λοιπούς συμμάχους, ο Ρώσος Γραμματέας της Επικρατείας κατέβαλε προσπάθεια για τη διαφοροποίηση των επιδιώξεων της Αυστρίας, που είχαν ήδη τεθεί και απέβλεπαν στην κατάπνιξη κάθε φιλελεύθερης κίνησης.

Στο Τρόππαου, όπου συγκεντρώθηκαν τελικά οι σύμμαχοι για να συζητήσουν για την «απειλή» της ιταλικής επανάστασης, ο Μέττερνιχ δήλωσε, ότι η κατάπνιξη της κίνησης ήταν αυστριακή υπόθεση, επικαλούμενος δικαιώματα επιρροής στη Βόρεια Ιταλία. Ωστόσο ο Καποδίστριας αντέδρασε, μ’ ένα μακροσκελέστατο υπόμνημα στις 2 Νοεμβρίου 1820, καταδικάζοντας το ενδεχόμενο μιας μεμονωμένης αυστριακής επέμβασης.

«Η Αυστρία θα πρέπει να συντάξει μια διακήρυξη», υποστήριξε ο Καποδίστριας, «με την οποία ν’ αναγγέλει στους λαούς των δύο Σικελιών, ότι μοναδικός λόγος και μοναδικός σκοπός αυτού του διαβήματος θα είναι ο

Σελ. 373
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/2/gif/374.gif&w=550&h=800

σεβασμός της ακεραιότητας του Βασιλείου, η σταθεροποίηση της πολιτικής και εθνικής του ανεξαρτησίας και η εγκαθίδρυση — από συμφώνου με τον βασιλέα — ενός συστήματος διακυβέρνησης, που θα κατορθώσει να πείσει όλους τους υπηκόους για την ειρηνική ικανοποίηση αυτής της διπλής ελευθερίας». Στη συνέχεια ο Ρώσος Υπουργός ανέλυε τους κινδύνους των αυστριακών πρωτοβουλιών: «Παρατηρήσαμε, πώς κάθε μεμονωμένη ενέργεια, θα αποδείκνυε, ότι η γενική συμμαχία είναι υπό διάλυση και τα αποτελέσματα θ’ απέβαιναν ένα νέο όπλο στα χέρια του εχθρού τον οποίο πρέπει οι Δυνάμεις να πολεμήσουν».

«Πιστεύουμε», διακήρυξε, τέλος, «ότι οι σύμμαχες Δυνάμεις έχουν το δικαίωμα να επεμβαίνουν στις υποθέσεις της Νεαπόλεως. Πιστεύουμε ότι είναι υποχρεωμένες να επεμβαίνουν. Πιστεύουμε, ότι μπορούν και πρέπει να προσδώσουν στην επέμβαση συγκεντρωτικό χαρακτήρα που θα πρέπει να έχει για να είναι σωτήρια». Καθώς υποστηρίξαμε ήδη, η προταθείσα από τον Καποδίστρια λύση της προγενέστερης συνδιαλλαγής, υιοθετήθηκε, ύστερα από 130 περίπου χρόνια, από τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών ως διαδικασία διευθέτησης των διεθνών διαφορών.

Δυστυχώς, πιεζόμενος όλο και πιο έντονα από τον Τσάρο, ο Καποδίστριας αναγκάστηκε να αναγνωρίσει, ότι κύριος σκοπός των συνέδρων ήταν η λήψη αποφάσεων για τη σωτηρία του κόσμου από την πανούκλα της επαναστατικής αναρχίας, εξήγγελε δε, ότι «το έγκλημα της ανταρσίας πρέπει να τιμωρείται, ώστε να εξασφαλίζονται τα διά της ειρήνης δικαιώματα των λαών».

Οι συζητήσεις για την κατάσταση στην Ιταλία μεταφέρθηκαν ομόφωνα στο Λάϋμπαχ. Λίγο πριν αρχίσουν οι εργασίες, ο Μέττερνιχ δήλωνε: «Αν μπορούσα να κάμω ότι θέλω με τον Καποδίστρια, τότε όλα θα εξελίσσονταν γρήγορα και καλά». Ενώ ο Ρώσος συνάδελφος του έγραφε τα εξής: «Ο Καποδίστριας έχει πολύ αγνή ψυχή, αριστοκρατικά αισθήματα πολύ αφιλοκερδή, με λιγότερο πάθος και κενοδοξία, αλλά δεν είναι σε θέση να διαθέτει τα μέσα, την ευθυκρισία και τις γνωριμίες του Πότσο ντι Μπόργκο (Ρώσου πρεσβευτή στο Παρίσι) και κυρίως εκείνο τον πρακτικό νου, τον απαραίτητο για την καλή διοίκηση των υποθέσεων του ταπεινού αυτού κόσμου. Ο Καποδίστριας διαθέτει πολύ μυαλό, αλλά συχνά έχει λανθασμένες ιδέες και παρ’ όλη τη μεγάλη του οξύνοια, η κρίση του είναι συχνά λανθασμένη. Διαθέτει διορατικότητα και φινέτσα, αλλ’ όχι πάντοτε λογική. Του λείπει η πείρα των ανθρώπων και των πραγμάτων, έχει δε την εντύπωση, ότι εργάζεται για ένα κόσμο που αποτελείται από όντα εξ ίσου τέλεια μ’ αυτόν».

Εν τω μεταξύ, κι ενώ εξακολουθούσαν οι συζητήσεις στο Λάϋμπαχ, ο Αλεξανδρος Υψηλάντης, κάτω από τις γνωστές συνθήκες, προέβη στη σύνταξη διακήρυξης, κάμνοντας μνεία περί της ύπαρξης «κραταιάς δυνάμεως, επιθυμούσης να υπερασπιστεί τα δίκαια των Ελλήνων», της Ρωσίας δηλαδή.

Σελ. 374
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/2/gif/375.gif&w=550&h=800

Η ρωσική διπλωματική αποστολή εξετέθη, ενώ ο Τσάρος Αλέξανδρος αντιμετώπισε με δυσμένεια το γεγονός αυτό, εφ’ όσον η μη καταδίκη της επαναστατικής αυτής ενέργειας θ’ αποτελούσε συμπεριφορά ξένη προς το σύστημα, που οι σύμμαχοι μαζί μ’ αυτόν είχαν επιβάλει.

Έτσι ο Καποδίστριας, ως επίσημος εκπρόσωπος της Ρωσίας, κλήθηκε από τους συνέδρους να ξεκαθαρίσει τη στάση της ρωσικής Αυτοκρατορίας στο κίνημα του Υψηλάντη. Αποκηρύσσοντας τον Υψηλάντη σαν άτομο, ο Ρώσος υπουργός κατάφερε ν’ αποστομώσει τους συμμάχους και να διαχωρίσει — διπλωματικότατα — την κίνηση του Υψηλάντη από το όλο ελληνικό ζήτημα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το κίνημα των Ηγεμονιών απασχόλησε ως ειδική περίπτωση το Διευθυντήριο και δεν λήφθηκε καταδικαστική απόφαση για επέμβαση στην Ελλάδα, καθώς είχε συμβεί στην Ιταλία και στην Ισπανία.

Ένα άγνωστο υπόμνημα του Μέττερνιχ για τις ελληνικές υποθέσεις αποδεικνύει, ότι ο Αυστριακός Καγκελλάριος είχε καταφέρει, από τις πρώτες ήδη μέρες του Συνεδρίου στο Λάϋμπαχ, να πετύχει την αμοιβαία προσέγγιση της αυστριακής και της ρωσικής πολιτικής στη Βαλκανική, εκμηδενίζοντας την επιρροή του Καποδίστρια στο αυτοκρατορικό περιβάλλον.

Με τη λήξη του 1821, μετά την επιδείνωση της κρίσης στην Ανατολή, ο Λέμπτζελτερν ενημέρωνε τον Μέττερνιχ, ότι ο Καποδίστριας αντιτίθετο σθεναρά στην ανάμιξη άλλων Αυλών — είτε με επέμβαση, είτε με μεσολάβηση — στην ελληνική επανάσταση, αποκάλυπτε δε παράλληλα την πτώση του ηθικού του Καποδίστρια μετά το Συνέδριο του Λάϋμπαχ, όπου φανερά πια ο Τσάρος είχε πάψει να τον υποστηρίζει. «Παρατήρησα», συνέχιζε ο Λέμπτζελτερν, «ότι η στάση του ήταν λυπηρή σ’ ένα ζήτημα όπου τα προσωπικά του αισθήματα, οι παλιές του σχέσεις, χίλιες ελπίδες με τις οποίες είχε τραφεί με το πρώτο του γάλα, όφειλαν να βρίσκονται σε καθημερινή σύγκρουση με εκείνο που του υπαγόρευαν τα καθήκοντά του σαν υπουργού».

Μ’ ένα υπόμνημά του από την Πετρούπολη, ο Αυστριακός πρεσβευτής, λίγο πριν εξουδετερωθεί ο Καποδίστριας, μετέφερε αυτούσια στον Μέττερνιχ μια συζήτησή του με τον Ρώσο υπουργό στις 29 Απριλίου 1822: «Δεν είμαι ικανός», έλεγε ο Καποδίστριας, «για το ένα εκατοστό των πράξεων που μου αποδίδουν και ούτε το ένα εκατοστό της επιρροής, που νομίζουν ότι έχω, δεν διαθέτω ούτε στην Ελλάδα ούτε στη Ρωσία. Το ύφος της ομιλίας του», κατέληγε στην έκθεσή του ο πρεσβευτής, «ήταν μάλλον ύφος συναισθηματισμού παρά ερεθισμού σ’ αυτή τη συνομιλία, η οποία θα μπορούσε να φέρει σε αμηχανία οποιονδήποτε άλλο λιγότερο προετοιμασμένο από μένα για κάθε επίθεση». Στις 19 Μαΐου ο Λέμπτζελτερν αποκάλυπτε, ότι ο Καποδίστριας, χωρίς να μεταβάλει γνώμη, εξαναγκάστηκε να υποταχτεί σε μια πορεία που του αφαιρεί την άμεση διεύθυνση των διαπραγματεύσεων.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες διακόπηκαν οι συνεργασίες του Καποδίστρια με τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο σχετικά με την ενδεδειγμένη εξωτερική

Σελ. 375
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/2/gif/376.gif&w=550&h=800

κή πολιτική της Ρωσίας στις ανατολικές υποθέσεις. Ο Καποδίστριας πληρώθηκε για την συνέπεια και την ευθύτητα της πολιτικής του με την τοποθέτησή του σε διαθεσιμότητα μακρυά από την υπηρεσία και έτσι άδοξα τερματίστηκε η σταδιοδρομία του στην Ευρώπη.

Όπως συνάγουμε από τα παραπάνω, που τόσο συνοπτικά αναπτύχθηκαν, η ευρωπαϊκή πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια, παρά την έντονη πολεμική μέσα από το αντιδραστικό του περιβάλλον, στάθηκε φιλελεύθερη και προοδευτική με σωρεία από δημόσιες καταγγελίες κατά των επεμβάσεων και των αυθαιρεσιών που απέβλεπαν στην εκμετάλλευση των μικρότερων ανίσχυρων κρατών. Υπήρξε ο μόνος, θα λέγαμε, από τους μεγάλους διπλωμάτες της περιόδου 1815-1822 που οραματίστηκε μια δικαιότερη αναδιοργάνωση της Ευρώπης· αγωνίστηκε για την κατάργηση του δουλεμπορίου και την ανεξαρτοποίηση των αποικιών κατήγγειλε τη βρετανική ιμπεριαλιστική τακτική πίστεψε στη διεθνή ύφεση και ειρήνη και υπερασπίστηκε κάθε ιδέα που θα συντελούσε στην αποδυνάμωση του απολυταρχισμού και της εκμετάλλευσης.

Κλείνοντας τη σύντομη αυτή εισαγωγή, θάθελα να ευχαριστήσω την ψυχή της όλης προσπάθειας, που αποσκοπεί στην έκδοση του Αρχείου Ι. Καποδίστρια, τον προέδρο της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών κ. Κώστα Δαφνή, ο οποίος μου ανάθεσε την επιμέλεια του σημαντικού αυτού τόμου. Ευχαριστώ επίσης για τη βοήθεια τους, στη φάση της επεξεργασίας του υλικού, τους φίλους και συνεργάτες Δ. Λουλέ και Ι. Τσουρουκτσόγλου.

ΠΑΥΛΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Σελ. 376
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/2/gif/377.gif&w=550&h=800



Σελ. 377
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/2/gif/378.gif&w=550&h=800



Σελ. 378
Φόρμα αναζήτησης
Αναζήτηση λέξεων και φράσεων εντός του βιβλίου: Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Ε΄
Αποτελέσματα αναζήτησης
    Σελίδα: 373

    των Δυνάμεων τα χρέη ενός συμβουλίου ασφαλείας θα ήταν σε θέση, σύμφωνα προς τους οραματισμούς του Καποδίστρια, να επεμβαίνει μόνο για διευθέτηση των διεθνών διαφορών και όταν υφίστατο απειλή κατά της διεθνούς ειρήνης.

    Όμως οι σύμμαχες Δυνάμεις αντέδρασαν τότε στις προοδευτικές θέσεις της ρωσικής αποστολής και εξανάγκασαν τη Ρωσία να προχωρήσει, μετά τη λήξη του συνεδρίου στο Αιξ λα Σαπέλ, στη σύνταξη μιας μυστικής συνθήκης που όριζε ότι οι σύμμαχοι εγγυούνταν τα σχετικά εδαφικά όρια καθώς είχαν διακανονιστεί ενώ υπόσχονταν να αντιμετωπίζουν ως κοινή αναμεταξύ τους υπόθεση οποιαδήποτε κατάσταση θα απειλούσε την ειρήνη.

    Οι ανησυχίες του Καποδίστρια για το μέλλον της Ευρώπης διαφαίνονται καθαρά στις τακτικές συνομιλίες του με τον Αυστριακό πρεσβευτή στην Πετρούπολη. Μια ατέλειωτη σειρά από απόρρητες διπλωματικές εκθέσεις προς τον Μέττερνιχ αποκαλύπτουν αρκετές από τις τολμηρές πολιτικές απόψεις του. Αρχές του 1820, συζητώντας με τον Λέμπτζελτερν για το μέλλον της Γερμανίας, τόνιζε: «Υπάρχουν ακόμη τόσα πράγματα που οφείλουμε να εξετάσουμε και να σκεφτούμε πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Παραδείγματος χάρι, θα παραχωρήσει η Γερμανική Ομοσπονδία το δικαίωμα διελεύσεως σε μια ξένη στρατιά; εάν το πράξει η στάση της δεν θα είναι καθαρά αμυντική αλλά επιθετική, γιατί όποιος διευκολύνει τη διέλευση ενός στρατού για να επιτεθεί εναντίον ενός κράτους, διαπράττει — ταυτόχρονα — εχθρική πράξη εναντίον του· το γεγονός αυτό τον θέτει σε κατάσταση πολέμου».

    Η Αυστρία, ωστόσο, επέμεινε στην απολυταρχική τακτική της και, την ίδια χρονιά, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί και πάλι την εξέγερση της Νεάπολης (καθώς είχε ενεργήσει και το 1819 στο Κάρλσμπαντ), ενώ παράλληλα πρότεινε στη Ρωσία να συνεργαστεί μαζί της για μια αμοιβαία επίλυση του ιταλικού ζητήματος. Ο Καποδίστριας αντέδρασε με έντονη επιστολή του, που δόθηκε στον Μέττερνιχ στις 12 Σεπτεμβρίου 1820, όπου σχολίαζε με δυσμένεια τις αυστριακές πρωτοβουλίες στην Ιταλία. Με άλλη εγκύκλιό του, προς τους λοιπούς συμμάχους, ο Ρώσος Γραμματέας της Επικρατείας κατέβαλε προσπάθεια για τη διαφοροποίηση των επιδιώξεων της Αυστρίας, που είχαν ήδη τεθεί και απέβλεπαν στην κατάπνιξη κάθε φιλελεύθερης κίνησης.

    Στο Τρόππαου, όπου συγκεντρώθηκαν τελικά οι σύμμαχοι για να συζητήσουν για την «απειλή» της ιταλικής επανάστασης, ο Μέττερνιχ δήλωσε, ότι η κατάπνιξη της κίνησης ήταν αυστριακή υπόθεση, επικαλούμενος δικαιώματα επιρροής στη Βόρεια Ιταλία. Ωστόσο ο Καποδίστριας αντέδρασε, μ’ ένα μακροσκελέστατο υπόμνημα στις 2 Νοεμβρίου 1820, καταδικάζοντας το ενδεχόμενο μιας μεμονωμένης αυστριακής επέμβασης.

    «Η Αυστρία θα πρέπει να συντάξει μια διακήρυξη», υποστήριξε ο Καποδίστριας, «με την οποία ν’ αναγγέλει στους λαούς των δύο Σικελιών, ότι μοναδικός λόγος και μοναδικός σκοπός αυτού του διαβήματος θα είναι ο