Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Ι΄

Τίτλος:Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Ι΄
 
Τόπος έκδοσης:Κέρκυρα
 
Εκδότης:Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών
 
Συντελεστές:Δήμητρα Πικραμένου-Βάρφη
 
Έτος έκδοσης:1983
 
Σελίδες:324
 
Θέμα:Επιστολές προς Εϋνάρδο, Λεοπόλδο του Σαξ Κόμπουργκ και Μιχαήλ Σούτσο
 
Χρονική κάλυψη:1829-1831
 
Άδεια χρήσης:Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών
 
Το Βιβλίο σε PDF:Κατέβασμα αρχείου 48.27 Mb
 
Εμφανείς σελίδες: 297-316 από: 323
-20
Τρέχουσα Σελίδα:
+20
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/297.gif&w=550&h=800

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει ο Ιωάννης Καποδίστριας στις 10 Δεκεμβρίου του 1829, οπότε αρχίζει η αλληλογραφία που περιλαμβάνεται στον τόμο αυτό, είναι ποικίλα και περίπλοκα. Προέρχονται ουσιαστικά από την καθυστέρηση των Μεγάλων Δυνάμεων να πάρουν τις οριστικές αποφάσεις που θα καθόριζαν την πολιτική φυσιογνωμία του νέου κράτους και τις δυνατότητές του να αναπτυχθεί αυθύπαρκτα. Οι προοπτικές, όμως, για την επίλυση του Ελληνικού ζητήματος σύμφωνα με τις επιθυμίες των Ελλήνων δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές την εποχή αυτή. Ήδη, το πρωτόκολλο που έχουν υπογράψει οι Προστάτιδες Δυνάμεις στις 22 Μαρτίου του 1829 αποτελεί μια σοβαρή ένδειξη των διαθέσεων των Συμμάχων να διευθετήσουν το Ελληνικό ζήτημα χωρίς να λάβουν υπόψη τους τις απόψεις των άμεσα ενδιαφερομένων. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αυτό, παρά τον αγώνα που κατέβαλαν οι Έλληνες προκειμένου να ελευθερωθούν από τον Τουρκικό ζυγό, το νέο κράτος συνεχίζει να είναι άμεσα συνδεδεμένο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είναι υποχρεωμένο να πληρώνει φόρο υποτέλειας στο Σουλτάνο και να σταματήσει τις εχθροπραξίες. Τα σύνορά του, τόσο τα ηπειρωτικά όσο και τα νησιωτικά, είναι περιορισμένα και του επιβάλλεται κληρονομικός ηγεμόνας. Ακόμη, σύμφωνα με τις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, τα γαλλικά στρατεύματα πρέπει να επιστρέψουν στη βάση τους, αφήνοντας την Πελοπόννησο χωρίς ουσιαστική προστασία.

Οι όροι αυτοί απέχουν, λοιπόν, σημαντικά από τις θέσεις που έχουν επανειλημμένα εκφράσει οι Έλληνες σχετικά με τα αποφασιστικά για το μέλλον της χώρας τους θέματα. Ο Καποδίστριας, θέλοντας να προλάβει τις επικίνδυνες συνέπειες που θα είχε η υπογραφή των επί μέρους πράξεων που θα διευκρίνιζαν τους γενικούς και αόριστους όρους του πρωτοκόλλου αυτού, δραστηριοποιείται. Γνωρίζει ότι αν δε μεσολαβήσουν ουσιαστικές επεμβάσεις, τα νέα μέτρα που πρόκειται να θεσμοθετηθούν θα διέπονται από το ίδιο πνεύμα με εκείνο που πρυτάνευσε στη σύνταξη του πρωτοκόλλου της 22 Μαρτίου. Έτσι, απευθύνεται με υπομνήματά του προς τους αρμόδιους και επωφελείται από τις ιδιαίτερες συναντήσεις που έχει τακτικά με τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ελλάδα για τρέχοντα θέματα, για να θίξει τα φλέγοντα προβλήματα. Εφιστά την προσοχή των ξένων ιθυνόντων στο γεγονός ότι στο κείμενο της

Σελ. 297
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/298.gif&w=550&h=800

συμφωνίας υπάρχουν αρκετά σημεία, των οποίων η εφαρμογή δε συμφέρει, ούτε τα δύο άμεσα ενδιαφερόμενα κράτη, δηλαδή την Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά ούτε και τις Τρεις Δυνάμεις. Το θέμα των συνόρων ειδικότερα θα προκαλούσε ευρύτερη αναστάτωση στην περιοχή, μια και όχι μόνον οι Έλληνες αλλά και οι Τούρκοι κάτοικοι των εδαφών που έπρεπε να εκκενωθούν δε θα υπάκουαν στις σχετικές αποφάσεις των Προστάτιδων Δυνάμεων χωρίς να δημιουργήσουν αναταραχές. Ακόμη, επιθυμώντας να πετύχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερες παραχωρήσεις προς όφελος του Ελληνικού κράτους, ο Κυβερνήτης χρησιμοποιεί τις προσωπικές του γνωριμίες, καθώς και οποιονδήποτε άλλον θα μπορούσε να φανεί ωφέλιμος στην ελληνική υπόθεση. Στα πλαίσια της τελευταίας αυτής μορφής ενεργειών του εντάσσονται οι επιστολές που δημοσιεύονται στον τόμο αυτό. Απευθύνονται όλες σε άτομα, τα οποία είναι διατεθειμένα και, περισσότερο ή λιγότερο, ικανά να προωθήσουν τα ελληνικά συμφέροντα, υποστηρίζοντας τις απόψεις του Κυβερνήτη σχετικά με το μέλλον της χώρας. Οι παραλήπτες των επιστολών, δηλαδή ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος, ο πρίγκηπας Λεοπόλδος του Σαξ Κοβούργου και ο πρίγκηπας Μιχαήλ Σούτσος, αντιπροσωπεύουν, κατά κάποιον τρόπο, τη φωνή του Καποδίστρια στο εξωτερικό. Αξίζει, λοιπόν, να παρακολουθήσουμε συνοπτικά τις σκέψεις του Κυβερνήτη όπως διατυπώνονται στις επιστολές του, συνδυάζοντας τα στοιχεία που είναι ήδη γνωστά με εκείνα που προκύπτουν από τη δημοσίευση των ανέκδοτων επιστολών1. Ειδικότερα, θα εξεταστεί πρώτα η αλληλογραφία με τον Λεοπόλδο του Σαξ Κοβούργου, επειδή το περιεχόμενό της αποτέλεσε, για πολλά χρόνια, αφετηρία μομφών κατά του Καποδίστρια. Κατόπιν, θα διαγραφούν σε γενικές γραμμές οι άξονες γύρω από τους οποίους στρέφονται οι επιστολές του προς τον Εϋνάρδο κατά την περίοδο 1830-1831. Η αλληλογραφία του Καποδίστρια με τον Ελβετό φιλέλληνα καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα στον προγραμματισμό της σειράς «Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια» και οι σχέσεις των δύο ανδρών θα ερμηνευθούν αλλού από προσφορότερο υλικό. Τα καθήκοντα, άλλωστε, που έχει αναλάβει ο Εϋνάρδος σε σχέση με την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων μεταβιβάζονται στην περίοδο αυτή στον τρίτο από τους παραλήπτες του τόμου. Και, ακριβώς οι επιστολές προς τον Σούτσο παρουσιάζουν ενδιαφέρον, γιατί αρκετές από αυτές

1. Από τις 63 επιστολές που περιλαμβάνει ο τόμος, 25 απευθύνονται στον Ι.-Γ. Εϋνάρδο, 8 στον πρίγκηπα Λεοπόλδο του Σαξ Κοβούργου και 30 στον πρίγκηπα Μιχαήλ Σούτσο. Όλες οι επιστολές προς τους δύο πρώτους παραλήπτες είναι γνωστές και αναδημοσιεύονται από την Correspondance του Ιωάννη Καποδίστρια (Ε. — A. Βétant, Correspondance du comte J. Capodistrias, Président de la Grèce. Genève, Abraham Cherbuliez et Ce, 1839, 4 tomes)- από τις 30, όμως, που έστειλε ο Καποδίστριας στον τρίτο παραλήπτη, μόνον 5 προέρχονται από την ίδια έντυπη πηγή. Άλλες 14, που περιλαμβάνονται στην Correspondance, δημοσιεύονται σύμφωνα με νέα μεταγραφή τους από το πρωτότυπο κείμενο, ενώ οι υπόλοιπες 11 ήταν ώς τώρα ανέκδοτες.

Σελ. 298
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/299.gif&w=550&h=800

τες διασώζουν τις απόψεις του Κυβερνήτη σχετικά με τα φλέγοντα θέματα της εξωτερικής τον πολιτικής.

Για τη σχέση του Καποδίστρια με τον Λεοπόλδο του Σαξ Κοβούργου έχουν έρθει στο φως κατά τα τελευταία χρόνια σημαντικά έγγραφα και έχει ερμηνευθεί από ξένους κυρίως ερευνητές σε ικανοποιητικό βαθμό η στάση του Κυβερνήτη στο θέμα της εκλογής και αργότερα της παραίτησης του Γερμανού πρίγκηπα από τον ελληνικό θρόνο2. Ανακεφαλαιώνοντας τις πληροφορίες που διαθέτουμε διαπιστώνουμε ότι η γνωριμία των δύο ανδρών χρονολογείται από παλαιότερα και συγκεκριμένα από το 1815. 5Ανανεώνεται λίγο πριν από την περίοδο που μας ενδιαφέρει εδώ με πρωτοβουλία του Λεοπόλδου, επειδή ο τελευταίος επιθυμεί να εκλεγεί ηγεμόνας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Πραγματικά, λίγο μετά την ανακοίνωση των όρων του πρωτοκόλλου της 22 Μαρτίου 1829, το οποίο προβλέπει την εγκαθίδρυση της συνταγματικής μοναρχίας, ένα πρόσωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης του Λεοπόλδου επισκέπτεται την Ελλάδα. Πρόκειται για τον Charles Stockmar, ο οποίος, σύμφωνα με την αποστολή που του έχει ανατεθεί, συναντά τον Κυβερνήτη στην Αίγινα, στις 26 Μαΐου του 1829, για να τον πληροφορήσει ότι ο Λεοπόλδος εξαρτά την απόφασή του να αποδεχθεί τον ελληνικό θρόνο από τη διευθέτηση ορισμένων εκκρεμοτήτων. Συγκεκριμένα, πρόκειται να ζητήσει από τις Μεγάλες Δυνάμεις να ικανοποιήσουν τα αιτήματα που προβάλλουν δίκαια οι Έλληνες για επέκταση των συνόρων και οικονομική ενίσχυση και, ταυτόχρονα, έχει διατυπώσει την ευχή να δοθεί στους τελευταίους το δικαίωμα να αποφασίσουν οι ίδιοι για το πρόσωπο του ηγεμόνα τους. Το διάβημα αυτό του Λεοπόλδου αποσκοπεί, βέβαια, στο να εξασφαλίσει τη συμπαράσταση του Προσωρινού Κυβερνήτη. Αλλά, ο Καποδίστριας, αφού ξεκαθαρίζει ότι η προσωπική του παρέμβαση δε θα ωφελήσει τα σχέδια του πρίγκηπα, επιδεικνύει, και στην περίπτωση αυτή, τις διπλωματικές ικανότητές του. Αντιστρέφει τους όρους της συζήτησης και ενημερώνει τον απεσταλμένο του Λεοπόλδου για τις προϋποθέσεις που θεωρούν οι Έλληνες απαραίτητες, ώστε να αποδεχθούν χωρίς επιφυλάξεις τον ηγεμόνα που τους προορίζουν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Με το χειρισμό αυτό ο Κυβερνήτης επιδιώκει, προφανώς, να κεντρίσει το ενδιαφέρον του Λεοπόλδου, ώστε ο τελευταίος να εργαστεί παρασκηνιακά και να λύσει, με ικανοποιητικό για την Ελλάδα τρόπο, τα προβλήματα που εκκρεμούν.

2. Για το θέμα αυτό βλ. αναλυτικά: D. C. Fleming, John Capodistrias and the Conference of London 1828-1831. Thessaloniki, Institute for Balkan Studies, 1970 — Γρηγόριος Δαφνής, Ιωάννης Α. Καποδίστριας. Η γένεση του Ελληνικού Κράτους. [Αθήνα], Ίκαρος, [1976].

Σελ. 299
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/300.gif&w=550&h=800

Την ίδια στάση απέναντι, στον Λεοπόλδο θα κρατήσει ο Καποδίστριας και τον επόμενο χρόνο, 1830, όταν ο πρίγκηπας θα αποδεχθεί το ελληνικό στέμμα που θα του προσφέρουν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Όπως είναι γνωστό, η διάσκεψη του Λονδίνου, έχοντας επιλύσει, μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις των Τριών Συμμάχων, τα κυριότερα από τα θέματα που συνιστούν το Ελληνικό ζήτημα, ασχολείται, από τον Οκτώβριο του 1829, με το σημαντικό πρόβλημα της εξεύρεσης ηγεμόνα για τον ελληνικό θρόνο. Οι Μεγάλες Δυνάμεις προτείνουν διάφορους υποψήφιους, αλλά τα σχέδια ναυαγούν σχεδόν αμέσως, γιατί οι εκπρόσωποί τους βρίσκουν την ευκαιρία να εκδηλώσουν τις αντιζηλίες και τις αντιθέσεις των Κρατών τους. Έτσι, δεν συγκατατίθενται στην εκλογή ηγεμόνα που είναι αρεστός σε μια μόνο από τις άλλες Δυνάμεις, και εμμένουν στις αρχικές τους θέσεις, υποστηρίζοντας την εκλογή του δικού τους υποψήφιου. Τελικά, και ενώ οι διαπραγματεύσεις για το επίμαχο αυτό ζήτημα φαίνεται να έχουν καταλήξει σε αδιέξοδο, έρχεται στο προσκήνιο, το Νοέμβριο του 1829, το όνομα του Λεοπόλδου του Σαξ Κοβούργου. Ο πρίγκηπας αυτός, από την πρώτη κιόλας στιγμή, φαίνεται να υπερτερεί σε σχέση με τους πρίγκηπες που είχαν προταθεί προηγουμένως, παρόλο που η υποψηφιότητά του παρουσιάζει αρνητικά στοιχεία, τα οποία λογικά θα εμπόδιζαν τη συναίνεση της Γαλλίας ή της Αγγλίας στην εκλογή του. Οι ασυμβίβαστες, ωστόσο, ακριβώς δεσμεύσεις του — η συγγένειά του δηλαδή με το Βρετανικό Βασιλικό Οίκο, που έχει σαν αποτέλεσμα την έλλειψη εμπιστοσύνης από την πλευρά της Γαλλίας, και οι φιλικές σχέσεις που διατηρεί με τους ηγέτες της αντιπολίτευσης στη Μεγάλη Βρετανία, που επισύρει την αντιπάθεια της Αγγλίας — τον αναδεικνύουν ως τον πλέον κατάλληλο να διεκδικήσει το αξίωμα, γιατί εξασφαλίζουν την ισορροπία ανάμεσα στις γαλλικές και τις αγγλικές επιδράσεις που μπορεί να ασκηθούν στο ελληνικό κράτος. Τα θετικά, επίσης, στοιχεία που παρουσιάζει η υποψηφιότητα του Λεοπόλδου, τα οποία προέρχονται από τον ήπιο χαρακτήρα και την έμφυτη ευγένειά του, επισημαίνει ο Εϋνάρδος σε επιστολή του προς τον Καποδίστρια, στις 28 Νοεμβρίου του 1829, όπου αναλύονται όπως συνήθως όλες οι ειδήσεις που αφορούν την ελληνική υπόθεση3. Επίσης, του μεταφέρει ότι η υποψηφιότητα αυτή συζητείται ευρέως στον ευρωπαϊκό χώρο ως η πιθανότερη, παρά την ύπαρξη και άλλων πριγκήπων που συγκεντρώνουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να διεκδικήσουν το ελληνικό στέμμα. Κατά τους αμέσως επόμενους μήνες, η πλάστιγγα βαρύνει αποφασιστικά υπέρ του Λεοπόλδου4, το όνομα του οποίου είχε προταθεί για το ίδιο αξίωμα ήδη από το 1825. Ο πρίγκηπας του Σαξ Κοβούργου παραιτείται από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που του δημιουργεί η συγγένειά του με

3. Βλ. την επιστολή του Εϋνάρδου προς Καποδίστρια, από 15 Νοεμβρίου 1829, με υστερόγραφο 28 Νοεμβρίου, στο Παράρτημα, σ. 219.

4. Βλ. την επιστολή του Εϋνάρδου προς Καποδίστρια, από 30 Δεκεμβρίου 1829, στο Παράρτημα, σ. 220,

Σελ. 300
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/301.gif&w=550&h=800

τη Μεγάλη Βρετανία και, επειδή η πρώτη σύζυγός του έχει πεθάνει από το 1817, ζητά σε γάμο την πρωτότοκη κόρη του δούκα της Ορλεάνης Λουδοβίκου-Φίλιππου, Λουΐζα, προκειμένου να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση της Γαλλίας στην εκλογή του και να εκμηδενίσει ένα ακόμη αρνητικό στοιχείο, που συνίσταται στο ότι έχει φθάσει στην ηλικία των σαράντα περίπου χρόνων, χωρίς να έχει αποκτήσει διάδοχο5. Οι ενέργειες αυτές, λοιπόν, του Λεοπόλδου που φανερώνουν τη μεγάλη επιθυμία του να αποκτήσει το στέμμα του νέου κράτους, δημιουργούν στις Μεγάλες Δυνάμεις την εντύπωση ότι ο πρίγκηπας αυτός είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί το αξίωμα, χωρίς να προβάλλει ιδιαίτερες αξιώσεις.

Οι εξελίξεις, ωστόσο, στο θέμα της εκλογής ηγεμόνα για τον ελληνικό θρόνο διαψεύδουν τόσο τις Μεγάλες Δυνάμεις, που είχαν θεωρήσει ότι μέσω του Λεοπόλδου το Ελληνικό ζήτημα επρόκειτο να διευθετηθεί στο σύνολό του, όσο και τον Καποδίστρια, ο οποίος είχε βασίσει τις ελπίδες του για την αίσια έκβαση των ελληνικών αιτημάτων στις διαπραγματευτικές ικανότητες του πρίγκηπα του Σαξ Κοβούργου. Παρά τις φιλοδοξίες που τρέφει για να στεφθεί βασιλιάς της Ελλάδας, ο Λεοπόλδος δεν είναι διατεθειμένος να παραμείνει άπρακτος μπροστά στην κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων των Ελλήνων, αφού κάτι τέτοιο θα είχε, αναμφισβήτητα, επίδραση και στον ίδιο. Από τη στιγμή που έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των Εγγυητριών Δυνάμεων για την εκλογή του, ο πρίγκηπας του Σαξ Κοβούργου προβάλλει τις ελληνικές διεκδικήσεις. Έτσι, στις 27 Ιανουαρίου του 1830, θέτει το ζήτημα της ένταξης της Κρήτης στο νέο κράτος, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε δώσει ο Κυβερνήτης στον Stockmar λίγους μήνες νωρίτερα. Χωρίς να επιτύχει την ουσιαστική αυτή βελτίωση για τη συνοριακή γραμμή, ο Λεοπόλδος συμβάλλει με τις ενέργειές του στο να θεσμοθετηθεί, στις 3 Φεβρουαρίου του 1830, η ύπαρξη ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, το οποίο έχει για σύνορά του τη γραμμή που ξεκινά από τις εκβολές του Ασπροπόταμου και φθάνει έως αυτές του Σπερχειού, στον κόλπο του Ζητουνίου και του οποίου η ηγεμονία του έχει ήδη προσφερθεί επίσημα6. Μία από τις πρώτες ενέργειες του Λεοπόλδου είναι να γράφει στον Καποδίστρια και να του ανακοινώσει την απόφασή του να δεχθεί κατ’ αρχήν την πρόταση, χωρίς να σταματήσει τις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις για να βελτιώσει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Ταυτόχρονα, τον παρακαλεί να παραμείνει στη θέση του και να τον βοηθήσει, ώστε να φέρει σε αίσιο πέρας τα νέα καθήκοντά του7. Ο Κυβερνήτης, ακολουθώντας τη γραμμή που είχε χαράξει ένα χρόνο νωρίτερα, όπως προαναφέρθηκε

5. Όπως υπογραμμίζει ο Εϋνάρδος στο υστερόγραφο της επιστολής του προς Καποδίστρια, από 15 Νοεμβρίου 1829, στο Παράρτημα, σ. 219.

6. Βλ. την επιστολή του Εϋνάρδου προς Καποδίστρια, από 18 Φεβρουαρίου 1830, στο Παράρτημα, σ. 222-223.

7. Βλ. την επιστολή του Λεοπόλδου προς Καποδίστρια, από 28 Φεβρουαρίου 1830, στο Παράρτημα, σ. 221-222.

Σελ. 301
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/302.gif&w=550&h=800

κε, ενημερώνει αναλυτικά τον Λεοπόλδο για την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα και αναφέρεται ειδικότερα στα προβλήματα που συναντά ο ίδιος καθημερινά και τα οποία δυσχεραίνουν ή και εμποδίζουν την ομαλή εξάσκηση του κυβερνητικού έργου του. Στόχος του είναι να δείξει στο μέλλοντα βασιλιά ότι η καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων για τα ακανθώδη προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα έχει άμεσες επιπτώσεις στη διακυβέρνησή της και ότι, συνεπώς, πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να επιλυθούν σύντομα όλα τα θέματα. Κι ακόμη, τον προειδοποιεί για το ότι οι οριστικές αποφάσεις των Εγγυητριών Δυνάμεων πρέπει να ταυτίζονται ή, τουλάχιστον, να μην απέχουν πολύ από τις επιθυμίες που έχουν διατυπώσει οι Έλληνες, ώστε ο ίδιος να γίνει ευμενώς αποδεκτός από τους μελλοντικούς υπηκόους του. Τέλος, ο Καποδίστριας συμβουλεύει τον Λεοπόλδο για τη στάση που ο τελευταίος πρέπει να ακολουθήσει στις σχέσεις του με τον ελληνικό λαό, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη και τη συμπάθειά του8.

Στο μεταξύ, και μετά από αρκετές ταλαντεύσεις, ο Λεοπόλδος υποχωρεί στο θέμα των συνόρων και, στις 23 Φεβρουαρίου του 1830, αποδέχεται το θρόνο, χωρίς να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του να πείσει τις Κυβερνήσεις των Εγγυητριών Δυνάμεων για τα δίκαια ελληνικά αιτήματα. Οι ενέργειές του είχαν, ήδη, ως αποτέλεσμα την υπογραφή του πρωτοκόλλου της 20 Φεβρουαρίου 1830, με το οποίο η διάσκεψη του Λονδίνου συμφώνησε να παραχωρήσει στην Ελλάδα τις εγγυήσεις που ήταν απαραίτητες για να πετύχει τη δανειοδότησή της. Κατά τη διάρκεια του διμήνου Μαρτίου-Απριλίου 1830, όμως, οπότε γίνονται οι διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό του ύψους του δανείου, ο Λεοπόλδος συναντά μεγάλες δυσκολίες από την πλευρά της Αγγλικής πολιτικής, η οποία εμφανίζεται ανυποχώρητη στις απόπειρες του πρίγκηπα του Σαξ Κοβούργου να τροποποιήσει τις αρχικές αποφάσεις των Δυνάμεων. Στις αρχές Μαΐου, ωστόσο, οι διαθέσεις της Βρετανικής Κυβέρνησης αλλάζουν ξαφνικά και είναι σαφώς ευνοϊκές για τον Λεοπόλδο9, ο οποίος πιέζεται να επισπεύσει την αναχώρησή του για την Ελλάδα, όπου η παρουσία του είναι, ομολογουμένως, απαραίτητη10. Τη στιγμή αυτή, όμως, ο πρίγκηπας του Σαξ Κοβούργου δεν αρκείται στις διαβεβαιώσεις των Εγγυητριών Δυνάμεων για

8. Βλ. τις επιστολές του Καποδίστρια προς Λεοπόλδο, από 6 Απριλίου 1830, αρ. 8, σ. 22-28 και αρ. 9, σ. 28-32.

9. Η μεταστροφή αυτή των Άγγλων ιθυνόντων οφείλεται, όπως πιθανολογείται, στις εξελίξεις στο θέμα της διαδοχής του βρετανικού στέμματος. Η Αγγλική Κυβέρνηση φοβάται ότι η κατάσταση της υγείας του Γεωργίου του Δ' επιτρέπει στον Λεοπόλδο να τρέφει ελπίδες ότι θα μπορέσει να καταλάβει το αξίωμα του Αντιβασιλέα ή, τουλάχιστον, μια θέση στο Συμβούλιο Αντιβασιλείας, επειδή η ανηψιά του Βικτωρία, που είναι ανήλικη την εποχή αυτή, έρχεται δεύτερη στη σειρά διαδοχής.

10. Όπως φανερώνουν οι συνεχείς υπομνήσεις του Καποδίστρια στις επιστολές του προς τον Λεοπόλδο και τον Εϋνάρδο, για να επισπεύσει ο μελλοντικός βασιλιάς την αναχώρησή του για την Ελλάδα.

Σελ. 302
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/303.gif&w=550&h=800

οικονομική ενίσχυση, ούτε και στις αόριστες υποσχέσεις για επανεξέταση των σημείων των συμφωνιών που δεν ικανοποιούν την ελληνική πλευρά. Επανέρχεται στο ζήτημα των συνόρων και, ταυτόχρονα, ζητά να υλοποιήσει αμέσως η διάσκεψη του Λονδίνου όσα από τα αιτήματα των Ελλήνων δεν έχουν γίνει ακόμη αποδεκτά. Προβαίνει σε νέα, άκαρπα διαβήματα, από τα οποία γίνεται φανερό ότι η Μεγάλη Βρετανία, παρά την επιθυμία της να απαλλαγεί από την παρουσία του, δεν πρόκειται να υποχωρήσει από τις αρχικες θέσεις της. Τελικά, ο Λεοπόλδος, σε μια ύστατη, προφανώς, απόπειρα πίεσης των Κυβερνήσεων να δεχθούν τις προτάσεις του, αποφασίζει να παραιτηθεί. Ένας από τους κυριότερους λόγους που υπαγορεύουν τη σκλήρυνση της στάσης του αρχικά, και την παραίτησή του στη συνέχεια, είναι, βέβαια, η συμπεριφορά του δούκα της Ορλεάνης, που έχει συντελέσει στο να μην είναι πλέον ιδιαίτερα ελκυστικός για τον πρίγκηπα ο ελληνικός θρόνος11.

Το έδαφος είναι, λοιπόν, προλειασμένο και αρκεί η ανάγνωση ενός υπομνήματος που είχε συντάξει ο Richard Church και έφθασε στα χέρια του Λεοπόλδου στις 19 Μαΐου του 1830, για να αποφασίσει ο τελευταίος να υποβάλει το έγγραφο της παραίτησής του δυο ημέρες αργότερα. Όπως ο ίδιος ο Λεοπόλδος μαρτυρεί στην επιστολή, με την οποία ανακοινώνει στον Καποδίστρια την παραίτησή του, το κείμενο του Church του αποκάλυψε την πιεστική αναγκαιότητα που έχει για την Ελλάδα ο καθορισμός ευρύτερων συνόρων. Επειδή δεν μπορεί να βοηθήσει περισσότερο, αφού οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν τον υπολογίζουν, ώστε να ενταχθούν οι αλύτρωτες περιοχές στα όρια του νέου κράτους, ο Λεοπόλδος αποφασίζει να παραιτηθεί για να αφήσει το πεδίο ελεύθερο και να επιδιωχθούν νέοι διπλωματικοί χειρισμοί12. Το υπόμνημα του Church, ωστόσο, που τιτλοφορείται «Observations on an Eligible Line of Frontier for Greece as an Independent State», δεν περιλάμβανε μόνο τις διαμαρτυρίες του συντάκτη του για το θέμα των συνόρων. Επεκτεινόταν σε μια δριμύτατη πολεμική κατά του Καποδίστρια και, με τον τρόπο αυτό, αποκάλυπτε στον

11. Όπως είναι, γνωστό, ο Λουδοβίκος-Φίλιππος έχει μόλις συμβουλέψει τον Λεοπόλδο να προστατέψει, με κάθε τρόπο, τα συμφέροντα της νέας του πατρίδας και έχει αρνηθεί να του δώσει το χέρι της κόρης του, επειδή θεωρεί τη θέση του ηγεμόνα στο νέο κράτος επισφαλή. Οι αντιρρήσεις, πάντως, που πρόβαλε ο Λουδοβίκος-Φίλιππος την άνοιξη του 1830, όταν του ζητήθηκε για πολλοστή φορά να συγκατατεθεί στην ένωση της κόρης του με τον εκλεγμένο ηγεμόνα της Ελλάδας, ήταν ειλικρινείς. Ο δούκας της Ορλεάνης αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό όχι τον υποψήφιο γαμπρό του αλλά την κατάσταση που επικρατούσε στο νέο κράτος, του οποίου τα αιτήματα δεν εισακούονταν από τους ιθύνοντες των Μεγάλων Δυνάμεων. Αυτό φανερώνει το γεγονός ότι, ένα χρόνο μετά την ορκωμοσία του Λεοπόλδου στο θρόνο του Βελγίου, στις 8 Αυγούστου του 1832, γιορτάστηκαν οι γάμοι του με την πριγκήπισσα Λουΐζα της Ορλεάνης. Γιατί, ήδη από τον Αύγουστο του 1830, ο Λουδοβίκος-Φίλιππος είναι βασιλιάς της Γαλλίας και η χώρα του είναι μια από τις δύο Δυνάμεις που εγγυήθηκαν την ανεξαρτησία του Βελγίου.

12. Βλ. την επιστολή του Λεοπόλδου προς Καποδίστρια, από 1 Ιουνίου 1830, στο Παράρτημα, σ. 241-243.

Σελ. 303
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/304.gif&w=550&h=800

Λεοπόλδο την τακτική που ακολουθούσαν οι αντίπαλοι του Κυβερνήτη, τις ενέργειες στις οποίες προέβαιναν, καθώς και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν13.

Η παραίτηση του Λεοπόλδου, που φανερώνει ότι είναι αρκετά σώφρων, ώστε να θέλει να εξασφαλίσει τα προσωπικά συμφέροντά του — όπως άλλωστε δείχνει και η μεταγενέστερη πολιτεία του στο θρόνο του Βελγίου — γίνεται αποδεκτή, στις 26 Μαΐου 1830, από τη διάσκεψη του Λονδίνου, η οποία δεν υποκύπτει στην απεγνωσμένη κίνησή του. Η χρονική καθυστέρηση την οποία επιβάλλει αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στη διευθέτηση του Ελληνικού ζητήματος, ταυτόχρονα, όμως, αποβαίνει προς όφελος του κράτους. Αναβάλλει την εφαρμογή του συνόλου των αποφάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων για την Ελλάδα, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα στους υπερασπιστές των ελληνικών αιτημάτων να προωθήσουν και τελικά να επιβάλλουν τις απόψεις τους κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Την εποχή, ωστόσο, που γίνεται γνωστή η έκβαση του τελευταίου διαβήματος του Λεοπόλδου, ο Καποδίστριας δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα, αφού οι αντίπαλοί του χρησιμοποιούν το γεγονός αυτό ως επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον του. Έτσι, τον κατηγορούν ότι αυτός ευθύνεται για την παραίτηση του Λεοπόλδου, επειδή του παρουσίασε την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα με ιδιαίτερα μελανά χρώματα, προκειμένου να τον αποθαρρύνει και να παραμείνει ο ίδιος Κυβερνήτης. Ο ισχυρισμός αυτός, που υιοθετήθηκε αβασάνιστα, τόσο από ξένους όσο και από Έλληνες ιστορικούς, δεν ευσταθεί, όπως έχει ήδη αποδειχθεί από έγγραφα που δημοσιεύθηκαν τα τελευταία χρόνια, αλλά και όπως φανερώνουν στοιχεία που περιλαμβάνονται στις επιστολές του Καποδίστρια, οι οποίες παρουσιάζονται εδώ.

Πρώτα-πρώτα, ο ίδιος ο Καποδίστριας δεν τρέφει φιλοδοξίες να διατηρήσει μόνιμα το αξίωμα που κατέχει. Ήδη, στις 10 Δεκεμβρίου του 1829, ενημερώνει τον Ι.-Γ. Εϋνάρδο για τις φήμες που κυκλοφορούν στην Ελλάδα, σύμφωνα

13. Όπως είναι γνωστό, τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Καποδίστριας στο εσωτερικό της χώρας, σ’ ολόκληρη αυτή την περίοδο, προκαλούνται από την αντιπολίτευση. Γιατί, όλοι εκείνοι οι οποίοι έχουν λόγους να είναι δυσαρεστημένοι από αυτόν έχουν πλέον οργανωθεί και απειλούν την εύθραυστη ηρεμία που έχει κατορθώσει να επιβάλλει στο κράτος, ιδιαίτερα από τη στιγμή που έληξαν οι πολεμικές επιχειρήσεις ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους, μετά από τη νικηφόρα για την ελληνική πλευρά έκβαση της μάχης στην Πέτρα της Βοιωτίας, στις 12 Σεπτεμβρίου του 1829. Οι αντιπολιτευόμενοι κύκλοι, που απαρτίζονται από άτομα, τα οποία έχουν ενοχληθεί από τις ενέργειες ή τις παραλείψεις του Κυβερνήτη ή, ακόμη, κι από την ίδια την παρουσία του, έχουν εξαπολύσει δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον του, η οποία δεν περιορίζεται στα όρια της χώρας. Χάρη στις διασυνδέσεις τους με ξένους, κυρίως Αγγλους, στρατιωτικούς ή και διπλωματικούς υπαλλήλους, οι αντίπαλοι του Καποδίστρια προωθούν τις κακόβουλες φήμες τους στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα, αφού επιτείνουν την καθυστέρηση των Συμμάχων να αποφασίσουν για το μέλλον του τόπου και παρέχουν τα επιχειρήματα που αυξάνουν την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Καποδίστρια.

Σελ. 304
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/305.gif&w=550&h=800

με τις οποίες ο μελλοντικός ηγεμόνας της χώρας, τον οποίο ο Καποδίστριας είτε δεν γνωρίζει, είτε δεν κατονομάζει, έχει ήδη εκλεγεί. Ο Κυβερνήτης παρακαλεί τον Ελβετό φιλέλληνα, εάν έχει κάποια επαφή με τον πρίγκηπα που θα αναλάβει τη διακυβέρνηση του νέου κράτους, να τον προτρέψει να φροντίσει για την αίσια έκβαση του Ελληνικού ζητήματος, φανερώνοντας με τον τρόπο αυτό την πρόθεσή του να αποσυρθεί από τα καθήκον τα του, από τη στιγμή που θα βρεθεί ο ηγεμόνας ο οποίος θα απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των Εγγυητριών Δυνάμεων14. Σε αρκετές περιπτώσεις, επίσης, ο Καποδίστριας αναφέρεται στα σχέδιά του για το μέλλον και διατυπώνει την επιθυμία να εγκατασταθεί, μετά το τέλος της θητείας του ως Προσωρινού Κυβερνήτη, στο εξωτερικό. Ενδεικτικά σταχυολογούνται δύο σχετικές μνείες που ανάγονται στην περίοδο που εξετάζεται εδώ. Στην ίδια επιστολή που αναφέρθηκε προηγουμένως, με ημερομηνία 10 Δεκεμβρίου 1829, ο Καποδίστριας γράφει στον Εϋνάρδο ότι ελπίζει να χρησιμοποιήσει μόνιμα την κατοικία που ο τελευταίος του έχει παραχωρήσει στη Γενεύη15, ενώ, στις 3 Απριλίου του επόμενου χρόνου, ο Rouen μεταφέρει στον υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας, τον πρίγκηπα De Polignac, την πληροφορία ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ανδρέα Μουστοξύδη, ο Καποδίστριας σκοπεύει να εγκατασταθεί στο Παρίσι, μόλις παραδώσει την εξουσία στο διάδοχό του, πράγμα που, εκείνη ειδικά τη στιγμή, αναμένεται να γίνει σύντομα1β.

Από την άλλη πλευρά, ο πρίγκηπας Λεοπόλδος τρέφει εκτίμηση για τον Προσωρινό Κυβερνήτη και για το έργο που έχει ήδη πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του και επιζητά τη μελλοντική συμπαράστασή του, παρόλο που, ασφαλώς, γνωρίζει ότι η διατήρηση του Καποδίστρια σε θέση κλειδί, θα προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες δεν τον εμπιστεύονται.

Αλλά και ο Καποδίστριας εκτιμά την προσωπικότητα και τις ικανότητες του Λεοπόλδου, αφού τον είχε προτείνει ο ίδιος παλαιότερα για ηγεμόνα του νέου κράτους. Πραγματικά, κατά τη διάρκεια της διάσκεψης των τριών πρεσβευτών στον Πόρο, το Δεκέμβριο του 1828, και μετά από αρκετές εμπιστευτικές συζητήσεις γύρω από το θέμα αυτό, ο Κυβερνήτης εκμυστηρεύθηκε στον Stratford Canning ότι θεωρούσε τον Γερμανό αυτόν πρίγκηπα ώς τον πλέον ενδεδειγμένο από τους υποψήφιους που μπορούσαν να προταθούν και τον διαβεβαίωσε ότι ο Λεοπόλδος θα αποδεχόταν πρόθυμα τον ελληνικό θρόνο11. Άλ-

14. Βλ. την επιστολή του Καποδίστρια προς Εϋνάρδο, από 10 Δεκεμβρίου 1829, αρ. 1, σ. 4.

15. Βλ. την ίδια επιστολή (Καποδίστριας προς Εϋνάρδο, 10 Δεκεμβρίου 1829, αρ. 1, σ. 4).

16. Βλ. την επιστολή του Rouen προς Polignac, από Αίγινα, 23 Απριλίου 1830 που δημοσιεύεται στο D. C. Fleming, John Capodistrias and the Conference of London, ό.π., σ. 326.

17. Βλ. τις επιστολές του Stratford Canning προς λόρδο Aberdeen, από Καλα-

Σελ. 305
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/306.gif&w=550&h=800

λωστε, ο Καποδίστριας συνεχίζει να εμπιστεύεται τον πρίγκηπα τον Σαξ Κοβούργου και μετά την άρνηση του τελευταίου να αποδεχθεί τον ελληνικό θρόνο.

Όταν, λίγους μήνες αργότερα, το θέμα της εκλογής ηγεμόνα για την Ελλάδα αποτελεί και πάλι το αντικείμενο των διαβουλεύσεων της διάσκεψης του Λονδίνου, ο Καποδίστριας, που πιστεύει ότι στο πρόσωπο του Λεοπόλδου το κράτος βρήκε έναν πρόθυμο διεκδικητή των αιτημάτων του, επαναφέρει στο προσκήνιο την περίπτωση του πρίγκηπα του Σαξ Κοβούργου. Σε μια, ανέκδοτη ώς τώρα, επιστολή του της 8ης Φεβρουαρίου του 1831, αναθέτει στον πρίγκηπα Μιχαήλ Σούτσο να βολιδοσκοπήσει τον Λεοπόλδο και να πληροφορηθεί αν ο τελευταίος είναι διατεθειμένος να αναλάβει το ελληνικό στέμμα. Τη φορά αυτή, όπως παρατηρεί ο Κυβερνήτης, οι διαθέσεις των Συμμάχων Δυνάμεων απέναντι στο Ελληνικό ζήτημα έχουν βελτιωθεί αισθητά, χάρη, κυρίως, στο θόρυβο που προκάλεσε η παραίτηση του Λεοπόλδου κατά τον προηγούμενο χρόνο. Το ζήτημα των συνόρων έχει σχεδόν διευθετηθεί, ενώ οι αντιδράσεις του ελληνικού λαού, ο οποίος εκδήλωσε με κάθε τρόπο την αγανάκτησή του, όταν έμαθε ότι ο πρίγκηπας του Σαξ Κοβούργου αρνήθηκε τελικά το στέμμα του νέου κράτους, παρέχουν στον Λεοπόλδο τη διαβεβαίωση ότι ο λαός αυτός τον θέλει πραγματικά για ηγεμόνα του και ότι δεν θα νιώσει ότι του επιβάλλεται άνωθεν18.

Παρόλο που δε γνωρίζουμε ούτε αν ο πρίγκηπας Σούτσος έκανε κάποιες ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή, υπακούοντας στις υποδείξεις του Καποδίστρια, ούτε τι απάντησε, σχετικά με το θέμα αυτό, στον Κυβερνήτη, πιθανότατα η λύση αυτή δεν ήταν δυνατό πλέον να προωθηθεί, όταν ο Σούτσος έλαβε την επιστολή που έγραψε ο Καποδίστριας στις 8 Φεβρουαρίου. Ο Λεοπόλδος είχε ήδη αρχίσει τις διαπραγματεύσεις, οι οποίες ολοκληρώθηκαν με την ορκωμοσία του στο θρόνο του Βελγίου στις 21 Ιουλίου του 1831.

Σε αντιστάθμισμα, ως κάποιο βαθμό, των δυσχερειών που προαναφέρθηκαν, ο Καποδίστριας έχει, κατά καιρούς, τη συμπαράσταση διαφόρων ατόμων, τα οποία τον βοηθούν στις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις που διενεργούνται στα πλαίσια της διάσκεψης του Λονδίνου. Τα άτομα αυτά ωθούνται είτε από τα φιλέλληνικά τους αισθήματα, είτε από το προσωπικό τους συμφέρον, είτε, ακόμη, από το συνδυασμό και των δύο αυτών παραγόντων. Έτσι, εκτός από την αλληλογραφία του με τον Λεοπόλδο, μέσω του οποίου ο Καποδίστριας αποπειράθηκε να επιλύσει τα ελληνικά προβλήματα, στον τόμο αυτόν

μάτα, 11 Σεπτεμβρίου 1828 και από Πόρο, 15 Δεκεμβρίου 1828 στο D. C. Fleming, John Capodistrias and the Conference of London, ό.π., σ. 204 και 214.

18. Βλ. την επιστολή του Καποδίστρια προς Σούτσο, από 8 Φεβρουαρίου 1831, αρ. 39, σ. 133-134.

Σελ. 306
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/307.gif&w=550&h=800

εντάσσονται και οι επιστολές που άπηύθυνε προς τον προσωπικό φίλο του Ιωάννη-Γαβριήλ Εϋνάρδο19, και οι οποίες στρέφονται στο μεγαλύτερο μέρος τους γύρω από το πρόβλημα της εξεύρεσης οικονομικών πόρων για την Ελλάδα. Ο Καποδίστριας έχει απόλυτη ανάγκη ενίσχυσης για να ανταπεξέλθει στις τρέχουσες υποχρεώσεις της δημόσιας διοίκησης, πληρώνοντας τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και των στρατιωτικών σε τακτά χρονικά διαστήματα. Μόνιμος φόβος του είναι, όταν πλησιάζει η λήξη κάθε τριμηνίας, ημερομηνίας που έχει καθοριστεί για την πληρωμή των αποδοχών, ότι δε θα έχει τα χρήματα για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της μισθοδοσίας και ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η αντίδραση εναντίον του θα γενικευθεί. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι στρατιωτικοί θα συνταχθούν με την αντιπολίτευση και το γεγονός αυτό θα έχει σαν συνέπεια να καταρρεύσει ο στοιχειώδης κρατικός μηχανισμός που υφίσταται και να διασαλευθεί η έννομη τάξη. Χρήματα χρειάζεται ο Καποδίστριας και για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις για πολεμικές αποζημιώσεις, τις οποίες προβάλλουν έντονα οι δυσαρεστημένοι και ιδιαίτερα οι κάτοικοι των τριών ναυτικών νησιών (Υδρας, Σπετσών και Ψαρών), αλλά και για να προχωρήσει στην εφαρμογή των διαφόρων μέτρων τα οποία θεωρεί απαραίτητα για τη θεμελίωση ευνομούμενου κράτους. Ήδη, όπως είναι γνωστό, έχει θέσει τις βάσεις για την οργάνωση ορισμένων τομέων του δημόσιου βίου. Με τον ενθουσιασμό που τον διακρίνει, όταν φθάνει στην Ελλάδα, δεν περιορίζει το ενδιαφέρον του σε συγκεκριμένες προτεραιότητες, αλλά επεκτείνεται σε όλους τους κλάδους για να πετύχει την ουσιαστική και ισομερή ανάπτυξη του κράτους, σύμφωνα με τα πρότυπα οργάνωσης των προηγμένων χωρών της εποχής. Θεωρεί ότι ανάμεσα στις προτεραιότητες, τις οποίες οφείλει να προωθήσει, περιλαμβάνονται τόσο τα θέματα της άμυνας και της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας, όσο και η οργάνωση του κρατικού μηχανισμού, με τα προβλήματα δικαίου και δικαιοσύνης, δημόσιας διοίκησης και επικοινωνιών. Παράλληλα, αντιμετωπίζει θέματα συγκρότησης της οικονομικής υποδομής και της κοινωνικής ζωής και τον απασχολούν προβλήματα γεωργίας, βιοτεχνίας, εμπορίου και φορολογίας, αλλά και όσα αφορούν την εκπαίδευση, τη θρησκεία, την παιδεία γενικότερα, τις παροχές κοινωνικού περιεχομένου και την υγεία. Συχνά περιγράφει στις επιστολές του αναλυτικά τις προόδους που έχουν συντελεστεί σε κάθε τομέα και αναλύει τα σχέδιά του για την ανάπτυξη συγκεκριμένων κλάδων. Με τον τρόπο αυτόν επιδιώκει από τη μια να ενθαρρύνει και να ευχαριστήσει τον Εϋνάρδο, ο οποίος καταβάλλει συνεχείς προσπάθειες για να εξασφαλίσει τα χρήματα που χρειάζεται η Ελλάδα για να επιβιώσει και να αναπτυχθεί· από την άλλη θέλει να προμηθεύσει στον Ελβετό φιλέλληνα επαρκείς αποδείξεις για το ότι τα ποσά τα οποία παρέχονται στο νέο κράτος

19. Η βιβλιογραφία για τον Ελβετό φιλέλληνα Ιωάννη-Γαβριήλ Εϋνάρδο είναι πλούσια- ας αναφερθεί εδώ ενδεικτικά, ο τόμος Μνήμη Ιωάννη-Γαβριήλ Εϋνάρδου (1775-1863). Αθήνα, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, 1977.

Σελ. 307
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/308.gif&w=550&h=800

δε δαπανώνται αλόγιστα, αλλά ότι χρησιμοποιούνται με σύνεση σε προγραμματισμένα εργα20.

Το τελευταίο αυτό στοιχείο είναι απαραίτητο, προκειμένου να μπορεί ο Εϋνάρδος να πιέζει τους αρμόδιους για να πετύχει την τελική χρηματοδότηση της χώρας με το δάνειο των 60.000.000 φράγκων που ζητά η Ελλάδα. Ο Εϋνάρδος, ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος από την Προσωρινή Κυβέρνηση να προβεί στη σύναψη του δανείου αυτού, μόλις οι αποφάσεις της διάσκεψης του Λονδίνου το επιτρέψουν, προβαίνει σε πολλά διαβήματα για να φέρει σε αίσιο πέρας την αποστολή του. Από τις συζητήσεις του, όμως, με ανώτερα κυβερνητικά στελέχη της Γαλλίας ή με τους πρεσβευτές των άλλων Δυνάμεων στο Παρίσι, αποσπά μόνον υποσχέσεις. Έτσι, και επειδή συμμερίζεται τις ανησυχίες του Καποδίστρια για τους κινδύνους που εγκυμονεί η παύση των πληρωμών από το Ελληνικό Δημόσιο Ταμείο, δανείζει στο ελληνικό κράτος από δικά του χρήματα το ποσό των 700.000 φράγκων, προκειμένου να διευκολύνει τον Καποδίστρια να αντιμετωπίσει τις άμεσες υποχρεώσεις τον21. Ανάμεσα στα καθήκοντα του Εϋνάρδου είναι και η διαχείριση των, περιορισμένου ύψους, καταθέσεων στο εξωτερικό, η εξώφληση όλων των ελληνικών υποχρεώσεων και η τήρηση αναλυτικών λογαριασμών, για τους οποίους ο Καποδίστριας ενημερώνεται συχνά, όπως φαίνεται και στις επιστολές που δημοσιεύονται εδώ22.

Οι υπηρεσίες, ωστόσο, που προσφέρει ο Εϋνάρδος στον Καποδίστρια και στο ελληνικό κράτος ξεπερνούν κατά πολύ το επίπεδο των οικονομικών συναλλαγών. Ο Εϋνάρδος, που διατηρεί σχέσεις με πολλές προσωπικότητες, ενημερώνεται αμέσως για τις φήμες που κυκλοφορούν στην Ευρώπη σχετικά με τα ζωτικά ελληνικά συμφέροντα, καθώς και για την πορεία των διαπραγματεύσεων της διάσκεψης του Λονδίνου και, με τη σειρά του, πληροφορεί τον Καποδίστρια, τον οποίο, όπως είναι γνωστό, η διάσκεψη του Λονδίνου αγνοεί συστηματικά. Τη βοήθεια του Ελβετού φιλέλληνα ζητά ο Καποδίστριας για να αντιμετωπίσει και θέματα που προκύπτουν κατά την εξάσκηση των καθηκόντων του και των οποίων η επίλυση εξαρτάται από την πολιτική ή τη στρατιωτική ηγεσία της Γαλλίας. Τον παρακαλεί, για παράδειγμα, να μεσιτεύσει στο βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο Ι΄, ώστε να παραμείνουν στην Ελλάδα τα μέλη της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής. Επιδιώκει να καθυστερήσει η εφαρμογή της απόφασης για την οριστική αναχώρησή τους, επειδή οι καταστροφές που προκάλεσε η πτώση κεραυνού στο φρούριο του Ναυαρίνου είναι αδύνατο να επισκευαστούν από τους Έλληνες, αφού οι τελευταίοι δε διαθέτουν

20. Βλ. για παράδειγμα την επιστολή του Καποδίστρια προς Εϋνάρδο, από 21 Οκτωβρίου 1830, αρ. 30, σ. 87.

21. Βλ. την επιστολή του Εϋνάρδου προς Καποδίστρια, από 26 Οκτωβρίου 1829, στο Παράρτημα, σ. 217.

22. Βλ. ενδεικτικά την επιστολή του Εϋνάρδου προς Καποδίστρια, από 5 Ιουνίου 1830, στο Παράρτημα, σ. 246.

Σελ. 308
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/309.gif&w=550&h=800

ούτε την πειθαρχία, αλλά ούτε και τις ικανότητες που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση μιας παρόμοιας εργασίας23. Η παράκληση αυτή του Καποδίστρια, που γίνεται δεκτή από τις Εγγυήτριες Δυνάμεις και θεσμοθετείται με τα πρωτόκολλα της 3 Φεβρουαρίου 1830, υλοποιείται μετά από την παρέμβαση του Δελφίνου της Γαλλίας, του Λουδοβίκου - Αντωνίου, δούκα της Angoulême, ο οποίος και σε άλλες περιπτώσεις, όπως πληροφορεί ο Εϋνάρδος τον Καποδίστρια, έχει φανεί ευμενέστερος από τον πατέρα του στα ελληνικά αιτήματα24.

Τέλος, τα καθήκοντα του Εϋνάρδου επεκτείνονται και στον τομέα της αναζήτησης στον ευρωπαϊκό χώρο του ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο διαθέτει τις γνώσεις και τις ικανότητες για να αναλάβει τις καίριες θέσεις που θα προωθήσουν την πολιτική του Καποδίστρια. Μια τέτοια περίπτωση αναφέρεται σε δύο επιστολές, οι οποίες δημοσιεύονται εδώ. Στις 22 Νοεμβρίου του 1830, ο Καποδίστριας ζητά από τον Εϋνάρδο να του συστήσει έναν οικονομολόγο με οργανωτικές ικανότητες και γνώσεις λογιστικών, κατά προτίμηση Γάλλο, γιατί οι Έλληνες αγνοούν, όπως παρατηρεί, τον κλάδο αυτό25. Ο οικονομολόγος που βρήκε ο Εϋνάρδος είναι ο Arthémond de Régny, ο οποίος έφθασε στην Ελλάδα για να αναλάβει τη θέση του τις παραμονές της δολοφονίας του Καποδίστρια26. Αλλά και από Έλληνες έχει ανάγκη ο Κυβερνήτης, γιατί οι περισσότεροι από τους συμπατριώτες του, που είναι εγκαταστημένοι στην Ελλάδα και συγκεντρώνουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις, έχουν προσχωρήσει στην αντιπολίτευση. Είναι, συνεπώς, υποχρεωμένος να μετακαλεί από το εξωτερικό τα στελέχη εκείνα, τα οποία θα ήταν διατεθειμένα να βοηθήσουν την υλοποίηση των σχεδίων του27, προσφέροντάς τους εργασία με όρους, που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ευνοϊκοί, ακόμη και την εποχή αυτή, από την άποψη της οικονομικής κυρίως κάλυψης.

Αυτό είναι το πρόβλημα που, αναμφισβήτητα αντιμετωπίζει ο πρίγκηπας Μιχαήλ Σούτσος, ο οποίος αντικαθιστά τον Εϋνάρδο στα εκτεταμένα και δύσκολα καθήκοντά του, όταν ο τελευταίος υποχρεώνεται, για οικογενειακούς του κυρίως λόγους, να διακόψει τη μόνιμη παραμονή του στο Παρίσι. Ο Εϋνάρδος, προτείνοντας για αντικαταστάτη του τον Έλληνα πρίγκηπα, τον συστήνει

23. Βλ. την επιστολή του Καποδίστρια προς Εϋνάρδο, από 10 Δεκεμβρίου 1829, αρ. 1, σ. 3-4.

24. Βλ. την επιστολή του Εϋνάρδου προς Καποδίστρια, από 6 Μαρτίου 1830, στο Παράρτημα, σ. 228.

25. Βλ. την επιστολή του Καποδίστρια προς Εϋνάρδο, από 22 Νοεμβρίου 1830, αρ. 34, σ. 107-108.

26. Βλ. την επιστολή του Καποδίστρια προς Εϋνάρδο, από 26 Σεπτεμβρίου 1831, αρ. 63, σ. 210.

27. Βλ. για παράδειγμα την επιστολή του Καποδίστρια προς Εϋνάρδο, από 22 Νοεμβρίου 1830, αρ. 34, σ. 108, όπου ο Κυβερνήτης ζητά από τον Ελβετό φιλέλληνα να βρει καθηγητή σχεδίου στην Ιταλία όπου βρίσκεται.

Σελ. 309
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/310.gif&w=550&h=800

με τις θερμότερες εκφράσεις. Ο Σούτσος γνωρίζεται με τους κυριότερους από τους ιθύνοντες της Γαλλικής Κυβέρνησης, αλλά και οι Ρώσσοι τον εκτιμούν28. Έχει δυνατότητες άμεσης πρόσβασης στα κέντρα όπου συζητιούνται τα σημαντικά ελληνικά ζητήματα, και τα προσόντα του αυτά, που συνδυάζονται με διπλωματικές ικανότητες και εμπειρία στο χειρισμό πολύπλοκων υποθέσεων, τον καθιστούν απόλυτα ενδεδειγμένο να εκπροσωπεί τα συμφέροντα του νέου κράτους ατό εξωτερικό, με τον ετήσιο μισθό των 36.000 φράγκων, όπως ζητά ο Εϋνάρδος29. Ωστόσο, το απόλυτα απαραίτητο αυτό ποσό, που διατίθεται για την υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας, δεν είναι πάντοτε εύκολο να εξοικονομηθεί, όπως φανερώνουν αποσπάσματα των επιστολών του Καποδίστρια, τα οποία αναφέρονται, προφανώς, στις σχετικές υπομνήσεις του Σούτσου30.

Η αλληλογραφία του Καποδίστρια με τον πρίγκηπα Μιχαήλ Σούτσο31, νέο διπλωματικό εκπρόσωπο της Ελλάδας, αρχίζει το καλοκαίρι του 1830, οπότε ο τελευταίος αναλαμβάνει τα καθήκοντά του. Η πρώτη επιστολή που του απευθύνει, ο Κυβερνήτης φέρει ημερομηνία 29 Ιουλίου 1830 και είναι απάντηση σε άλλες που είχε στείλει προηγουμένως ο Σούτσος32. Τα σημαντικά προβλήματα που έχει να επιλύσει ο Έλληνας διπλωμάτης και για τα οποία παίρνει οδηγίες απαιτούν έναν ιδιαίτερα λεπτό χειρισμό και η αποστολή

28. Βλ. την επιστολή του Εϋνάρδου προς Καποδίστρια, από 30 Ιανουαρίου 1830, στο Παράρτημα, το σχετικό απόσπασμα στη σ. 221, και την απάντηση του Καποδίστρια, από 8 Μαρτίου 1830, αρ. 6, σ. 20.

29. Βλ. την επιστολή του Καποδίστρια προς Εϋνάρδο, από 22 Νοεμβρίου 1830, αρ. 34, σ. 107.

30. Βλ. για παράδειγμα την επιστολή του Καποδίστρια προς Σούτσο, από 28 Απριλίου 1831, αρ. 44, σ. 150.

31. Ο Μιχαήλ Σούτσος (1784-1864) υπήρξε διπλωμάτης καρριέρας. Γραμματέας για πολλά χρόνια των Μεγάλων Διερμηνέων Αλεξάνδρου Σούτσου και Ιωάννου Καρατζά, παντρεύτηκε την κόρη του τελευταίου. Το 1815 διορίστηκε Μέγας Διερμηνεύς και το 1818 ηγεμόνας της Μολδαυίας. Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και μετά τη συμμετοχή του στο κίνημα του Υψηλάντη αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ρωσσία. Από εκεί και μετά από περιορισμό τεσσάρων περίπου χρόνων από τις Αυστριακές αρχές πήγε στην Ελβετία όπου και βρήκε καταφύγιο κοντά στον Εϋνάρδο.

32. Βλ. την επιστολή του Καποδίστρια προς Σούτσο, από 29 Ιουλίου 1830, αρ. 24, σ. 64-69. Ακόμη, βλ. την επιστολή του Καποδίστρια προς Εϋνάρδο, από 29 Ιουλίου 1830, αρ. 23, σ. 62-63· στο υστερόγραφο (σ. 63) ο Καποδίστριας ενημερώνει τον Ελβετό φιλέλληνα: «J’ai reçu déjà le numéro 3 des rapports que le prince Soutzos veut bien me faire,...». Πραγματικά, ο Σούτσος στέλνει στον Κυβερνήτη πολυσέλιδα υπομνήματα, όπου σημειώνει αναλυτικά τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει, όπως φανερώνουν μερικά πρόχειρα των υπομνημάτων του, που σώζονται στο Αρχείο Σούτσου-Καρατζά (Μουσείο Μπενάκη).

Σελ. 310
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/311.gif&w=550&h=800

λή του συνίσταται στο να μεταφέρει, στους αρμόδιους τις απόψεις του Καποδίστρια και να προσπαθήσει να τους πείσει να αντιμετωπίσουν τις εκτιμήσεις του Κυβερνήτη χωρίς προκαταλήψεις. Η παραίτηση του Λεοπόλδου έχει ήδη δημιουργήσει ένα κλίμα ευνοϊκό για την Ελλάδα. Οι περισσότεροι από τους ιθύνοντες των Μεγάλων Δυνάμεων είναι αγανακτισμένοι με τη συμπεριφορά του Λεοπόλδου και τον κατακρίνουν για την αστάθεια και την αδυναμία χαρακτήρα που επέδειξε με την άρνησή του να αποδεχθεί τελικά τον ελληνικό θρόνο33. Αρκετοί από αυτούς που τον αντιπαθούν ασπάζονται τις φήμες που κυκλοφορούν ευρέως, ότι δηλαδή η στάση του Λεοπόλδου πιθανότατα υπαγορεύθηκε από τη φιλοδοξία του να καταλάβει προσωρινή ηγετική θέση στη Μεγάλη Βρετανία, εκδοχή που, όμως, δεν ευσταθεί, αφού οι προοπτικές για το στέμμα της Ελλάδας είναι σαφώς ευρύτερες από εκείνες που παρουσιάζει η κατοχή του σημαντικότερου, αλλά για περιορισμένο χρονικό διάστημα, αξιώματος.

Ακόμη, η κατάσταση που έχει να αντιμετωπίσει το Ελληνικό κράτος στις διαπραγματεύσεις του με τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων διαφοροποιείται την εποχή ακριβώς αυτή σημαντικά, εξ αιτίας της αλλαγής των προσώπων που χαράσσουν την κυβερνητική πολιτική των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και των γενικότερων πολιτικών εξελίξεων34. Παρόλο που οι Εγγυήτριες Δυνάμεις έχουν να επιλύσουν τα προβλήματα που προκύπτουν μέσα στα ίδια τα κράτη τους αρχικά από την αλλαγή των ιθυνόντων και κατόπιν από την αλλαγή των δομών, είναι σχετικά ευνοϊκά διατεθειμένες στα ζητήματα που αφορούν τις προσπάθειες ουσιαστικής ανεξαρτητοποίησης των μικρότερων κρατών. Είναι, επομένως, πρόσφορη η στιγμή για να διαπραγματευθεί ο Καποδίστριας μέσω του Σούτσου και πάνω σε νέες βάσεις, τα κυριότερα από τα αιτήματα των Ελλήνων. Την εκλογή ηγεμόνα, δηλαδή, για τον ελληνικό θρόνο, την οικονομική ενίσχυση του νέου κράτους με το δάνειο των 60.000.000 φράγκων, που αποτελεί το πρώτο βήμα για να αποκτήσει το κράτος αυτό την πολιτική αυθυπαρξία του, και την εκχώρηση των εδαφών που θα του επιτρέψουν να αναπτυχθεί σε βιώσιμο χώρο.

Τις προτεραιότητες αυτές θέτει ο ίδιος ο Καποδίστριας σε ένα κείμενό του που επισυνάπτει στην επιστολή του της 18 Νοεμβρίου 1830 προς τον

33. Βλ. για παράδειγμα τις επιστολές του Εϋνάρδου προς Καποδίστρια, από 23 και 24 Ιουνίου 1830, στο Παράρτημα, σ. 248-251.

34. Ο θάνατος του αδιάφορου βασιλιά της Αγγλίας Γεωργίου του Δ' και η ενθρόνιση, στις 26 Ιουνίου του 1830, του περισσότερο φιλελεύθερου Γουλιέλμου του Δ' δεν είναι η μοναδική αλλαγή που συντελείται το καλοκαίρι του 1830. Ο επαναστατικός άνεμος που φυσά στη Γαλλία και έχει για αποτέλεσμα την αποπομπή του Καρόλου του I' και την ανάληψη του στέμματος από τον δημοκρατικότερο Λουδοβίκο-Φίλιππο, μετά τα γεγονότα του Ιουλίου του 1830, επεκτείνεται σύντομα και στο Βέλγιο. Οι κάτοικοί του επαναστατούν, κατά τον αμέσως επόμενο μήνα, απαιτώντας την εθνική ανεξαρτησία τους και τη δημιουργία αυτόνομου κράτους.

Σελ. 311
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/312.gif&w=550&h=800

πρίγκηπα Σούτσο35. Το κείμενο αυτό τιτλοφορείται «Notice sur la situation de la Grèce» και συντάχθηκε προκειμένου να ενημερωθεί ο διπλωματικός εκπρόσωπος της χώρας για την κατάσταση που επικρατεί στο εσωτερικό της, ώστε να διευκολυνθεί στα διαβήματά του. Να είναι, δηλαδή, σε θέση να απαντά στις σχετικές ερωτήσεις των ξένων πολιτικών, αλλά και να τους κατατοπίζει για τις επίσημες θέσεις της ελληνικής πλευράς. Έτσι, στη «Notice», ο Καποδίστριας ανακεφαλαιώνει τις ειδήσεις που αφορούν τις προόδους που έχουν συντελεστεί σε κάθε τομέα, αλλά και τις ελλείψεις που ο ίδιος διαπιστώνει. Το κείμενο αυτό, ωστόσο, δεν έχει μόνο πληροφοριακό χαρακτήρα, αλλά και πολιτική σκοπιμότητα. Χρησιμεύει για να αποσείσει διάφορες, και συχνά αντιφατικές, κρίσεις που διατυπώνονται σε βάρος του συντάκτη του. Γιατί, αναμφισβήτητα, ο Κυβερνήτης της Ελλάδας που κατηγορείται από τους αντιπάλους του στο εσωτερικό της χώρας ως δεσποτικός, χαρακτηρίζεται, κατά την ίδια περίοδο, ως ιδιαίτερα φιλελεύθερος από τους ιθύνοντες των χωρών της Ιερής Συμμαχίας. Αναπτύσσοντας, λοιπόν, τις απόψεις του για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, ο Καποδίστριας παρέχει στον Σούτσο τα επιχειρήματα που θα του επιτρέψουν να εκθέσει στους αρμόδιους τις πεποιθήσεις του Προσωρινού Κυβερνήτη, οι οποίες καθοδηγούν την πολιτική συμπεριφορά του, καθορίζουν τους στόχους που επιδιώκει και ερμηνεύουν τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει καθημερινά.

Μετά από μια σύντομη επισκόπηση των συνθηκών που επικρατούν στην Ελλάδα, ο Καποδίστριας αναφέρεται στις απαράβατες αρχές, σύμφωνα με τις οποίες είναι αποφασισμένος να κυβερνήσει, ώστε να καταστήσει όχι μόνο δυνατή αλλά και εύκολη τη συνταγματική οργάνωση της χώρας. Πιστεύει, λοιπόν, ότι ο στόχος στον οποίο οφείλουν να συγκλίνουν όλες οι επί μέρους πράξεις του πρέπει να είναι η ανύψωση του ελληνικού λαού από το στάδιο του πλήθους προλετάριων στο επίπεδο ενός λαού ιδιοκτητών, σύμφωνα με τα πρότυπα των προηγμένων κρατών της εποχής του36. Καί, ασφαλώς, ο όρος «προλετάριος» χρησιμοποιείται εδώ σε αντιδιαστολή με την έννοια «ιδιοκτήτης» και εκφράζει μια πραγματικότητα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού βρίσκεται, την εποχή αυτή ακόμη, σε κατάσταση απόλυτης ένδειας, αφού στην Ελλάδα συνεχίζουν να επικρατούν οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.

Οι αντιλήψεις του Καποδίστρια για τη σημασία της ατομικής ιδιοκτησίας είναι ήδη γνωστές, αλλά δεν έχουν σχολιαστεί σε συνδυασμό με την πολιτική συμπεριφορά του37. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ατομική ιδιοκτησία αποτελεί

35. Βλ. την επιστολή αρ. 32, σ. 92-97.

36. «Porter le peuple grec qui se compose aujourd’hui d’une masse de prolétaires à s’élever au rang d’un peuple propriétaire», ό.π., σ. 97.

37. Μαρτυρίες για τη σημασία της ατομικής ιδιοκτησίας στα κείμενα του Καποδίστρια έχει συγκεντρώσει ο Γρηγόριος Δαφνής, Ιωάννης Καποδίστριας, ό.π., σ. 594-595.

Σελ. 312
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/313.gif&w=550&h=800

λεί πάγια πεποίθηση του Καποδίστρια, ο οποίος, σε διάφορες περιπτώσεις τονίζει την έλλειψή της ή επισημαίνει ότι προτίθεται να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, ώστε να δώσει τη δυνατότητα στον ελληνικό λαό να αποκτήσει ατομική περιουσία. Αναμφισβήτητα προβάλλουν κάποια ερωτήματα. Οι απόψεις αυτές του Καποδίστρια για την απόκτηση και τη διατήρηση της ατομικής ιδιοκτησίας αποτελούν μόνο τη θεωρητική τοποθέτηση ενός φιλελεύθερου πνεύματος την εποχή αυτή; Μήπως οι απόψεις αυτές δεν είναι μόνο σχήμα λόγου, αλλά συνδυάζονται με κάποια προσπάθεια υλοποίησής τους; Καί αν ναι, ποια είναι αυτή η προσπάθεια, και ώς ποιο σημείο φθάνει; Για να απαντηθούν ικανοποιητικά τα ερωτήματα αυτά θα πρέπει να εξεταστούν συνοπτικά οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει και τα μέτρα που παίρνει.

Η αγροτική πολιτική που ακολουθεί ο Καποδίστριας στηρίζεται κυρίως στην εκμετάλλευση των εθνικών γαιών, οι οποίες αποτελούν, κατά την περίοδο αυτή, τη μοναδική περιουσία του κράτους. Ο Κυβερνήτης προτίθεται, όπως είναι γνωστό, να προχωρήσει στη διανομή τους σε ακτήμονές και έχει ήδη ζητήσει την έγκριση της Γερουσίας για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού. Το γεγονός αυτό φανερώνει ότι η διανομή των γαιών αποτέλεσε μια από τις πρωταρχικές επιδιώξεις του και ότι θα είχε πραγματοποιηθεί αν δεν είχε συναντήσει αντικειμενικές δυσκολίες38. Τα σχέδια του Καποδίστρια δε σταματούν, όμως, στο σημείο αυτό. Έχει αποφασίσει να ενισχύσει οικονομικά τους δικαιούχους, ώστε να μπορέσουν αυτοί να διατηρήσουν τους κλήρους τους και για το σκοπό αυτό έχει προγραμματίσει να διαθέσει ένα μέρος από το δάνειο των 60.000.000 φράγκων που περιμένει να χορηγήσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις στην Ελλάδα.

Ο αγροτικός πληθυσμός δεν είναι, ωστόσο, η μοναδική μερίδα του ελληνικού λαού που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του Καποδίστρια. Ο Κυβερνήτης μεριμνά, ταυτόχρονα, και για την αποκατάσταση των άλλων τάξεων, παρόλο που αυτές είναι λιγότερο πολυάριθμες και, συνήθως, υποστηρίζουν τους κύκλους που αντιπολιτεύονται την υπάρχουσα κατάσταση. Δεν προσπαθεί να ευεργετήσει κάποιες συγκεκριμένες ομάδες, προκειμένου να τις διαθέσει ευνοϊκά απεναντί του. Η πολιτική που ακολουθεί σε όλους τους τομείς συνδυάζεται άμεσα με την αγροτική πολιτική του και κατευθύνεται από την ενιαία θεωρητική τοποθέτηση της απόκτησης και της διατήρησης της ατομικής ιδιοκτησίας.

Η ναυτιλιακή πολιτική που εφαρμόζει, για παράδειγμα, αποβλέπει στο να μη καταστραφούν τα ελληνικά πλοία που έχουν σωθεί και τον απασχολεί το γεγονός ότι αυτά συνεχίζουν να είναι παροπλισμένα, από έλλειψη οικονομικής ενίσχυσης. Περισσότερο, όμως, τον ανησυχούν οι πληροφορίες ότι κα-

38. Τα σχέδια του Καποδίστρια για τη διανομή των εθνικών γαιών δεν ήταν δυνατό να υλοποιηθούν χωρίς τη χορήγηση του δανείου. Οι εθνικές γαίες είναι, την εποχή αυτή, δεσμευμένες, γιατί η υποθήκη που είχε συμφωνηθεί με τους Άγγλους ομολογιούχους

Σελ. 313
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/314.gif&w=550&h=800

ταβάλλονται προσπάθειες να προσελκυστούν οι Έλληνες ναυτικοί στο εξωτερικό. Όπως γράφει στον Εϋνάρδο, οι Τούρκοι τους προσφέρουν θέσεις στα ναυπηγεία τους, ενώ οι πρεσβείες των Μεγάλων Δυνάμεων προτίθενται να προσλάβουν ελληνικά πληρώματα για να επανδρώσουν τους στόλους τους39. Με τον τρόπο αυτό, βέβαια, οι Έλληνες ναυτικοί θα βρουν απασχόληση και θα λύσουν τα άμεσα οικονομικά προβλήματά τους. Ο εκπατρισμός τους, ωστόσο, θα στερήσει από την Ελλάδα τη δυνατότητα να αποκτήσει, όταν οι οικονομικές συνθήκες της το επιτρέψουν, στόλο και ναυτιλία. Αυτός είναι ο λόγος που επιβάλλει στον Καποδίστρια να χορηγήσει στα τρία ναυτικά νησιά 50.000 τάλληρα, προκειμένου αυτά να εξοπλίσουν λίγα μόνο καράβια «και να δώσει, έτσι, απασχόληση, ψωμί και ελπίδες στους ναύτες τους»40. Ο Κυβερνήτης προσπαθεί, λοιπόν, να κερδίσει λίγο χρόνο, ώστε, μόλις συναφθεί το δάνειο, να έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει τη ναυτιλία με τα ποσά που απαιτούνται και να προσφέρει απασχόληση στην τάξη των ναυτικών, συνδυάζοντας το μέλλον της τάξης αυτής με τα γενικότερα συμφέροντα της χώρας και όχι με την ενίσχυση περιορισμένου αριθμού πλοιοκτητών. Παράλληλα, όπως είναι γνωστό, η ναυτιλιακή πολιτική του αποσκοπεί στην περαιτέρω αύξηση του αριθμού των πλοίων και στην άνθιση της ναυτιλίας στο προεπαναστατικό επίπεδο τουλάχιστον.

Ανάλογα αντιμετωπίζει ο Καποδίστριας και τους στρατιωτικούς. Όταν ο Εϋνάρδος του μεταφέρει τους φόβους του στρατηγού Maison, τους οποίους, προφανώς, συμμερίζεται και ο Ελβετός φιλέλληνας, και τον προτρέπει να διαλύσει το σώμα των ατάκτων, ο Κυβερνήτης απαντά ότι επιμένει στη διατήρησή τους41. Οι λόγοι που προβάλλει είναι ότι αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι που συγκροτούν το σώμα των ατάκτων είναι εκείνοι που επιδίδονταν προηγουμένως στη ληστεία και την πειρατεία. Σ’ αυτές τις μεθόδους βιοπορισμού θα καταλήξουν ξανά αν η Κυβέρνηση διαλύσει το σώμα των ατάκτων και διακόψει τη μισθοδοσία τους. Η καταπολέμηση της ληστείας και της πειρατείας, όμως, τονίζει ο Καποδίστριας, κοστίζει πολύ περισσότερο από τη διατήρηση του σώματος των ατάκτων. Ακόμη, ο Κυβερνήτης υπερασπίζεται τους ανθρώπους αυτούς, δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι «ούτε ένας από αυτούς

για τη σύναψη των δανείων των ετών 1824 και 1825 δεν έχει ακόμη αρθεί και οι υποχρεώσεις της Ελληνικής κυβέρνησης για την απόσβεση των δανείων της επαναστατικής περιόδου δυσχεραίνουν σημαντικά τον ήδη βαρυμένο προϋπολογισμό. Το πρόγραμμα του Καποδίστρια προϋποθέτει την αποδέσμευση της χώρας από τα προηγούμενα χρέη της και, κατά συνέπεια, την απελευθέρωση των εθνικών γαιών από τις υποθήκες που τα βαρύνουν.

39. Βλ. την επιστολή του Καποδίστρια προς Εϋνάρδο, από 4 Μαρτίου 1830, αρ. 5, σ. 14.

40. «...et donner ainsi de l’occupation, du pain et de bonnes espérances...», ό.π., σ. 14.

41. Βλ. την επιστολή του Εϋνάρδου προς Καποδίστρια, από 27 Δεκεμβρίου 1829, στο Παράρτημα, σ. 219, και την απάντηση του Καποδίστρια στον Εϋνάρδο, από 15 Φεβρουαρίου 1830, αρ. 4, σ. 10-11.

Σελ. 314
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/315.gif&w=550&h=800

δεν διαθέτει οτιδήποτε, εκτός από το ντουφέκι και τα πιστόλια τον. Αρνούμενη το ψωμί και τον πενιχρό μισθό που τους δίνει, η Κυβέρνηση θα μπορούσε να τους τιμωρήσει, εάν με τα όπλα στα χέρια προμηθεύονταν άλλα μέσα για να συντηρηθούν;»42. Προτίθεται, βέβαια, να διαλύσει το σώμα των ατάκτων, όταν, όμως, η Κυβέρνηση θα είναι σε θέση να παραχωρήσει στους στρατιώτες αυτούς μερικά μέτρα γης και λίγα χρήματα, ώστε «διαθέτοντας οι ίδιοι μια περιουσία, να σεβαστούν εκείνην των άλλων»ia.

Συνοψίζοντας, διαπιστώνουμε ότι, όπως φανερώνει η συγκέντρωση πολλαπλών μαρτυριών, ολόκληρη η πολιτική συμπεριφορά του Καποδίστρια καθορίζεται από τις πεποιθήσεις του για την ατομική ιδιοκτησία, όπως διατυπώνονται στη «Notice», που απευθύνει στον πρίγκηπα Μιχαήλ Σούτσο, το Νοέμβριο του 1830. Τα μέτρα που λαμβάνει δεν αποτελούν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, μεμονωμένες ή συμπτωματικές απαντήσεις στα ζητήματα πρακτικής φύσης που προβάλλουν καθημερινά, αλλά υπάγονται στο σχήμα που έχει συλλάβει ο ίδιος. Έτσι, οι επί μέρους ενέργειές του για την προώθηση συγκεκριμένων κλάδων ανταποκρίνονται σε μια γενικότερη προβληματική, που αποσκοπεί στο να διατηρηθεί η υπάρχουσα ιδιοκτησία. Παράλληλα, αποβλέπει στο να τεθούν οι βάσεις για να είναι εφικτή η διατήρηση και η περαιτέρω ανάπτυξη της κινητής ή της έγγειας ιδιοκτησίας που θα αποκτήσει ο λαός, όχι μόνο από την προσωπική εργασία του, αλλά και με συγκεκριμένες παροχές κοινωνικού περιεχομένου, οι οποίες προγραμματίζονται για το άμεσο μέλλον. Υλοποιώντας σταδιακά τις αντιλήψεις του για τη θεμελίωση μιας ελεύθερης οικονομίας, ο Καποδίστριας δίνει έμφαση στην προτεραιότητα απασχόλησης ολόκληρου του ελληνικού πληθυσμού, θέτει τις βάσεις για την παιδεία σε όλους τους τομείς και δίνει ιδιαίτερο βάρος στην αγροτεχνική εκπαίδευση. Η ενημέρωση του πληθυσμού για τα επιτεύγματα της τεχνικής και η εισαγωγή νέων καλλιεργειών αποβλέπουν επίσης στη σταδιακή ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής. Με τα μέτρα αυτά ο Καποδίστριας ελπίζει ότι θα διευκολύνει να ξεπεραστούν τα ποικίλα προβλήματα που έχει σωρεύσει στον τόπο η τουρκική κατάκτηση και ότι οι Έλληνες θα κατορθώσουν να πραγματοποιήσουν το άλμα, το οποίο θα τους φέρει κοντά στο επίπεδο ανάπτυξης των άλλων κρατών. Ταυτόχρονα, θα καταστήσει το Έθνος ικανό να αποκτήσει, μετά την πολιτική του αυθυπαρξία, οικονομική αυτάρκεια, πράγμα που αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία ευνομούμενου κράτους. Γιατί αυτό ακριβώς επιδιώκει όταν καταβάλλει συστηματικές προσπάθειες για να

42. «...pas un d’entre eux ne possède quoi que ce soit, si ce n’est son fusil et ses pistolets. En leur refusant le pain et la petite paie qu’ils reçoivent, le gouvernement pourrait - il les punir, si les armes à la main ils se procuraient d’autres moyens de subsistance?», ό.π., σ. 11.

43. «Au moment où il pourra accorder à ces soldats quelques arpents de terre et quelques piastres pour les défricher, il les licenciera; et ayant eux-mêmes une propriété, ils respecteront celle d’autrui», ό.π., σ. 11.

Σελ. 315
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/published/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/var/www/html/ikapo/published/uploads/book_files/9/gif/316.gif&w=550&h=800

δημιουργηθούν στην Ελλάδα οι προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν να υπάρξει γηγενής πληθυσμός, άμεσα δεμένος με τη γη. Προγραμματίζει, να εκτελεστούν δημόσια έργα που δεν εντοπίζονται στη στενή περιφέρεια της πρωτεύουσας. Υπολογίζει να σχεδιαστούν και να ανοιχτούν δρόμοι ή να εκτελεστούν κοινωφελή έργα που θα εξυπηρετήσουν ολόκληρη τη χώρα. Παρέχει κίνητρα για τη δημιουργία νέων οικισμών ή την ανασύσταση άλλων που ερημώθηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, με παράλληλα νομοθετήματα που αποτρέπουν τη συγκέντρωση του πληθυσμού στα υπάρχοντα αστικά κέντρα. Και τα μέτρα αυτά αποσκοπούν, όπως είναι φανερό, στην ισομερή ανάπτυξη όλων των περιοχών και στη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών, ώστε ο αγροτικός πληθυσμός να μην εγκαταλείψει το χώρο όπου βρίσκονται τα ιδιαίτερα συμφέροντά του. Η οργάνωση της κοινωνίας, λοιπόν, πάνω στις βάσεις που οραματίζεται ο Καποδίστριας το 1830, θεωρώντας συνολικά τα προβλήματα του ελληνισμού κατά την κρίσιμη στιγμή της αναγνώρισης του Ελληνικού κράτους, θα έλυνε αυτόματα και θέματα ουσιαστικής σημασίας, όπως τη διατήρηση της τάξης στο εσωτερικό της χώρας, τη δυνατότητα απόκρουσης οποιασδήποτε εξωτερικής επιβουλής, την οικιστική αποκέντρωση, αλλά και την πολιτική αυτονομία και τη σταδιακή απαγκίστρωση από τον ξένο παράγοντα. Κατ’ επέκταση, η υλοποίηση του σχεδίου του Καποδίστρια για την άνοδο του ελληνικού λαού από το επίπεδο του άπορου όχλου στο επίπεδο του πολίτη - ιδιοκτήτη, θα σήμαινε την ύπαρξη ενός σταθερού πληθυσμού, άμεσα δεμένου με τη γη, και θα μετέβαλε ριζικά την οικονομική φυσιογνωμία του ελληνικού χώρου, αλλά και τις κοινωνικές δομές του.

Για να πραγματοποιηθούν, λοιπόν, οι επιδιώξεις του Καποδίστρια και, κυρίως, για να διατηρηθεί η τάξη των πραγμάτων που επικρατεί στην Ελλάδα, είναι απαραίτητο να επισπευσθούν οι αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας. Έτσι, ο Καποδίστριας, με τις διπλωματικές ικανότητες που τον διακρίνουν, είναι υποχρεωμένος να ασκεί κριτική πάνω στις προτάσεις που συζητά η διάσκεψη του Λονδίνου ή και τις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί, ενώ, ταυτόχρονα, προτείνει και λύσεις. Όπως δείχνουν τα επιχειρήματα που προβάλλει, εάν οι απόψεις του υιοθετηθούν στη συνέχιση των διαπραγματεύσεων, που επιβάλλει η αναζήτηση νέου ηγεμόνα για τον ελληνικό θρόνο, μπορούν να συμβάλλουν στο να επιτευχθεί συμβιβασμός των αλληλοσυγκρουομένων συμφερόντων και οριστικός διακανονισμός του Ελληνικού ζητήματος. Έτσι, στις αρχές του 1831, και συγκεκριμένα στις 8 Φεβρουαρίου, ο Κυβερνήτης καταπιάνεται με το σημαντικό πρόβλημα του καθορισμού των συνόρων, κάτω από την πίεση της προοπτικής να εφαρμοστούν άμεσα οι όροι του πρωτοκόλλου της 3 Φεβρουαρίου 1830 σχετικά με την οροθέτηση, ή κάποια παραλλαγή τους και αναπτύσσει τις απόψεις του44.

44. Βλ. την επιστολή του Καποδίστρια προς Σούτσο, από 8 Φεβρουαρίου 1831, αρ. 37, σ. 119-121.

Σελ. 316
Φόρμα αναζήτησης
Αναζήτηση λέξεων και φράσεων εντός του βιβλίου: Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Ι΄
Αποτελέσματα αναζήτησης
    Σελίδα: 297

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει ο Ιωάννης Καποδίστριας στις 10 Δεκεμβρίου του 1829, οπότε αρχίζει η αλληλογραφία που περιλαμβάνεται στον τόμο αυτό, είναι ποικίλα και περίπλοκα. Προέρχονται ουσιαστικά από την καθυστέρηση των Μεγάλων Δυνάμεων να πάρουν τις οριστικές αποφάσεις που θα καθόριζαν την πολιτική φυσιογνωμία του νέου κράτους και τις δυνατότητές του να αναπτυχθεί αυθύπαρκτα. Οι προοπτικές, όμως, για την επίλυση του Ελληνικού ζητήματος σύμφωνα με τις επιθυμίες των Ελλήνων δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές την εποχή αυτή. Ήδη, το πρωτόκολλο που έχουν υπογράψει οι Προστάτιδες Δυνάμεις στις 22 Μαρτίου του 1829 αποτελεί μια σοβαρή ένδειξη των διαθέσεων των Συμμάχων να διευθετήσουν το Ελληνικό ζήτημα χωρίς να λάβουν υπόψη τους τις απόψεις των άμεσα ενδιαφερομένων. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αυτό, παρά τον αγώνα που κατέβαλαν οι Έλληνες προκειμένου να ελευθερωθούν από τον Τουρκικό ζυγό, το νέο κράτος συνεχίζει να είναι άμεσα συνδεδεμένο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είναι υποχρεωμένο να πληρώνει φόρο υποτέλειας στο Σουλτάνο και να σταματήσει τις εχθροπραξίες. Τα σύνορά του, τόσο τα ηπειρωτικά όσο και τα νησιωτικά, είναι περιορισμένα και του επιβάλλεται κληρονομικός ηγεμόνας. Ακόμη, σύμφωνα με τις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, τα γαλλικά στρατεύματα πρέπει να επιστρέψουν στη βάση τους, αφήνοντας την Πελοπόννησο χωρίς ουσιαστική προστασία.

    Οι όροι αυτοί απέχουν, λοιπόν, σημαντικά από τις θέσεις που έχουν επανειλημμένα εκφράσει οι Έλληνες σχετικά με τα αποφασιστικά για το μέλλον της χώρας τους θέματα. Ο Καποδίστριας, θέλοντας να προλάβει τις επικίνδυνες συνέπειες που θα είχε η υπογραφή των επί μέρους πράξεων που θα διευκρίνιζαν τους γενικούς και αόριστους όρους του πρωτοκόλλου αυτού, δραστηριοποιείται. Γνωρίζει ότι αν δε μεσολαβήσουν ουσιαστικές επεμβάσεις, τα νέα μέτρα που πρόκειται να θεσμοθετηθούν θα διέπονται από το ίδιο πνεύμα με εκείνο που πρυτάνευσε στη σύνταξη του πρωτοκόλλου της 22 Μαρτίου. Έτσι, απευθύνεται με υπομνήματά του προς τους αρμόδιους και επωφελείται από τις ιδιαίτερες συναντήσεις που έχει τακτικά με τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ελλάδα για τρέχοντα θέματα, για να θίξει τα φλέγοντα προβλήματα. Εφιστά την προσοχή των ξένων ιθυνόντων στο γεγονός ότι στο κείμενο της